7.1.05

Δεν ήμουνα εγώ για αεροπλάνα

Θέλω όλα να είναι τέλεια. Όχι. Όχι τέλεια. Κανείς δεν είναι τέλειος. Και σίγουρα εγώ δεν ήμουν τέλειος απέναντί της. Άρα όχι, δεν θέλω να είναι όλα τέλεια, γιατί τότε δε θα της θύμιζαν εμένα.

Αφού δε θα είναι όμως τέλεια, ας είναι ξεκάθαρα. Δύο μέρες άρρωστος στο κρεβάτι με πυρετό, μόνο αυτό σκεφτόμουν. Τι θα της πω, πώς θα αντιδράσει, αν θα με πετάξει έξω με τις κλωτσιές.

Τη μία νύχτα έμεινα ξύπνιος από τις 2 ώς τις 7μισι. Και όταν έπεσε ο πυρετός είχα ξυπνήσει από τις 5. Νωρίς είναι ακόμα, ξανακοιμήσου, μου έλεγε η μικρή φωνούλα μέσα μου. Αλλά ένιωθα σα μαθητούδι που θα έδινε εξετάσεις.

Είχα δει και όνειρο. Ήμουν λέει στην Γ' λυκείου ακόμα, 26 χρονών μαντράχαλος, γιατί δεν είχα περάσει τη χημεία. Και κάθε χρόνο προσπαθούσα αλλά δεν την περνούσα. Τέτοιο άγχος.

Θα στο εξομολογηθώ, αλλά μην το πεις πουθενά. Μ' άρεσε που είχα άγχος. Καιρός ήταν. Όχι δε με κατάλαβες. Δεν εννοώ πως ήταν καιρός να είχα άγχος, αλλά καιρός ήταν να γνωρίσω κάποια που θα με κάνει να αγχωθώ. Γιατί οι άλλες οι πρόσφατες δεν τα κατάφεραν. Μεγάλο πράγμα η ψυχολογία.

Βγήκα να της πάρω το κατιτίς, μην πάω πρώτη φορά σπίτι της με άδεια χέρια. Ήταν και χτυπημένη, ήμουν και απρόσκλητος. Δεν ήξερα και σε τι φάση θα την πετύχαινα.

Κατιτίς είπα; Ψέματα. Ήταν προσχεδιασμένο το έγκλημα. Είχα δει ένα αρκουδάκι με χτυπημένο χέρι κάπου. Θα έβαζα και μια κάρτα για περαστικά και ένα λουλούδι. Όχι κόκκινο τριαντάφυλλο όμως. Πολύ κλισέ. Εντάξει, θα το αποφασίσω εκείνη τη στιγμή αυτό. Ροζ τριαντάφυλλο; Κάτι σε αποξηραμένο ίσως; Μήπως να μην έβαζα τίποτα; Ααααα, σκάσε μικρή φωνή μέσα στο κεφάλι μου, είπα θα το αποφασίσω εκείνη τη στιγμή αυτό.

Πάω να στο μαγαζί με αρκουδάκια. Είπαμε, δεν μ' αρέσουν τα κλισέ αλλά τι να της πάω για περαστικά; Τούρτα ή Johnny Walker Red Label; Γιατί εντάξει το μην είσαι κλισέ αλλά μην πάρει και λάθος μήνυμα!

Πού είναι ρε παιδιά εκείνο το αρκουδάκι με το χτυπημένο χέρι; Αααααα, this last year! Τώρα μας τελειώσανε! Όχι ρε παιδιά, για ξαναψάχτε, αφού εδώ ήτανε το είχα δει εγώ, να δεν πάνε 2 βδομάδες τώρα! Σαν να λέμε προ πενταλέπτου.

Λυπούμεθα. Μήπως αντί για αρκουδάκι με χτυπημένο χέρι θέλετε ένα σκυλάκι που του έχει βγει το μάτι; Μωρέ καλύτερα το μάτι παρά το όνομα, σκέφτομαι εγώ και το παίρνω.

Πάω και στη λουλουδού μου. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο νομίζω θα πηγαίνει τέλεια, της κάνω. Έβαλα και μια κάρτα, της οποίας το μήνυμα αγαπητό ημερολόγιο δε θα σου πω γιατί είναι πολύ προσωπικό.

Εν τω μεταξύ έχει αρχίσει να βρέχει και να φυσάει, ο πυρετός μου ανεβαίνει και τα πόδια μου κόβονται. Να πάτε να χεστείτε, εγώ σήμερα θα την κάνω δική μου ο κόσμος να χαλάσει.

Ξανακοιτάω το σύμπλεγμα σκυλάκι-κάρτα-τριαντάφυλλο. Αν μου πει ότι είναι μια μπούρδα δε θα έχει άδικο εδώ που τα λέμε. Αλλά είναι μια μπούρδα με συναίσθημα. (Είμαι σίγουρος ότι και ο Ρακιτζής το ίδιο σκεφτότανε για το S.A.G.A.P.O.)

Και ξαφνικά στο δρόμο, κίνηση. Ρε τι σου κάνει η βροχή. Νιώθω κομμένος, χαλασμένος και μέσα σ' όλα ένας πούστης πάει να μπει στη λωρίδα μου. Τον αφήνω. Όχι για τίποτα άλλο, νιώθω ενοχές, γιατί κατά βάθος εγώ φταίω. Φέρθηκα άσχημα.

Φτάνω σπίτι της. Παρκάρω. Της χτυπάω.

- Ποιός είναι;
- Παράδοση λουλουδιών, μου ανοίγετε παρακαλώ;, της φωνάζω προσπαθώντας να κάνω τη φωνή μου αγνώριστη. Μάλλον σαν τον Μπιμπίλα ακούστηκα.

Ανοίγει.

Το είχα πάρει απόφαση, αν ήταν με κάποιον άλλο, θα έκανα ότι δεν την ήξερα, ότι είμαι απλά το παιδί από το ανθοπωλείο που φέρνει τα λουλούδια.

Αλλά ήταν μόνη. Μία παρά η ώρα και ακόμα κοιμόταν.

Ξενάγηση σπιτιού. Κάθισμα στον καναπέ. Καφέ, ευχαριστώ δεν πίνω. Ούτε χυμό θέλω. Δεν πειράζει που δεν έχεις κόκα-κόλα, άρρωστος είμαι, αντέχω και χωρίς αυτή.

Τη φιλάω, με φιλάει.

Διαβάζει την κάρτα και μου απαντάει. Αρνητικά.

Και εκεί αισθάνθηκα τον πυρετό να ανεβαίνει. Μέσα σε δύο λεπτά. Ένα θερμόμετρο ρε παιδιά. Ένα depon, ένα ponstan, μία αναβράζουσα ασπιρίνη.

- Μήπως θέλεις κάτι, ένα depon, ένα ponstan, μια ασπιρίνη;
- Όχι, μια χαρά είμαι.

Οκ, χάρηκα που σε ήξερα σε μια άλλη ζωή, σ' ευχαριστώ για τις καταπληκτικές στιγμές, γειά σου. Θα το εκτιμούσα αν δεν διατάρασες την ανούσια κατά τα άλλα ζωή μου με τηλέφωνα, emails ή SMS.

- Μη φεύγεις...

Αλλά πως να μη φύγω; Δεν έχω κάτι άλλο να της πω. Θέλεις; Έχει καλώς. Δεν θέλεις; Κρίμα, πραγματικά κρίμα, αλλά δε θέλω τότε να σε έχω σαν φίλη. Ούτε γνωστή. Μην επιμένεις, ούτε γνωστή γνωστής. Σταμάτα να προσπαθείς να βρεις άλλες λέξεις για να περιγράψεις τι θα μπορούμε να είμαστε από εδώ και πέρα.

Και από την άλλη, πώς να φύγω όταν θέλω να μείνω για πάντα εκεί; Άσε, δε θα της το πω γιατί θα το πάρει ως τετριμμένο.

Πέρασαν περίπου δύο δευτερόλεπτα όταν άκουγα τον εαυτό μου να λέει (και δεν πίστευα στα αυτιά μου):

- Νομίζεις θέλω να φύγω; Εγώ θέλω να μείνω εδώ... για πάντα!

Μπράβο Γιώργο.

Έφταιξα; Έφταιξα. Ένοχος ο κατηγορούμενος. Στα κάτεργα. Την έφεση την έκανα προ πολλού και τότε είχε πετύχει. Και δύο φορές μάλιστα. Στις τρεις όμως καίγεσαι.

Ξέρω τι χάνω, αλλά αν δεν το έχω είναι σαν να το έχω ήδη χάσει, οπότε ας μην ξαναβρεθούμε. Όχι, θέλει να βρισκόμαστε. Όχι μία στο τόσο. Τώρα. Και το βράδυ. Και αύριο. Μου φαίνεται δηλαδή ότι είπε και για αύριο. Πού είναι εκείνο το depon, γαμώτο;

- Σίγουρα δε θέλεις κάτι;
- Ένα νεράκι, ίσως, άσε θα το βάλω μόνος μου.
- Όχι, όχι, πες μου. Κρύο, έτσι;
- Της βρύσης και όχι το πολύ κρύο καλύτερα.
- Δηλαδή ζεστό;
- Όχι, χλιαρό.
- Χλιαρό από τη βρύση;
- Άσε, θα το βάλω μόνος μου.
- Μην είσαι χαζός, σπίτι μου είσαι.

Φέρνει το νερό. Λέω ευχαριστώ. Ξανακάθεται δίπλα μου στον καναπέ. Περνάνε πέντε δευτερολέπτα. Μετά άλλα πέντε. Μετά άλλα είκοσι. Μετά ήρθε μια αράχνη και έπλεξε έναν ιστό.

- Μπορούμε να σβήσουμε την τηλεόραση;
- Δε σ' αρέσει το mad; Δε το πιάνω καλά. Κάτσε να βάλουμε κάτι άλλο. Να στο Mega.

Ειδήσεις. Πιάσανε οι Ισραηλινοί τον Μπουγκάτσμπι. Δεν ξέρω ποιός είναι αυτός.

- Δε μπορούμε να την σβήσουμε;
- Όχι, την θέλω.

Σπίτι της είναι. Σκάσε.

Ξέρω τι αμαρτίες πληρώνω. Της ανέφερα κάποια στιγμή τη Μάρα ως uber-γκομενάκι και από τότε φορτώνει. Η Μάρα εν τω μεταξύ, γιατρός ετών 30βάλε, με πολυετή σχέση και εμένα μου άρεσε από το '96 που την πρωτοείδα όταν ήταν ακόμα φοιτητριάκι. Έρως πλατωνικός και μόνο. Κατ' επιλογή. Όχι δική μου επιλογή βέβαια, αλλά δεν έχει να κάνει. Η Μάρα είναι σαν τη δασκάλα του δημοτικού για μένα. Άλλο αν στο δημοτικό είχα για δάσκαλο τον Μαγκούτη από το Κιλκίς που μας βαρούσε με το χάρακα. Από τότε όμως που πρωτοανέφερα τη Μάρα, τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Και να ήταν μόνο η Μάρα. Αν είχα ένα τάληρο για κάθε μαλακία που έκανα, θα είχα χεστεί στο τάληρο.

- Πεινάω. Θα με πας στον Γουίλλυ για φαγητό στις 6;
- Όχι, δε με κατάλαβες. Αν δεν είμαστε μαζί δεν πάμε πουθενά. Ποτέ δεν σε ξαναβλέπω. (Οι φωτογραφίες δε μετριούνται)
- Δεν σε βολεύει στις 6;
- Ναι, μόνο που ξεχνάς ότι δεν είμαστε μαζί, βλέπεις, μια λεπτή αλλά σημαντική λεπτομέρεια.
- Στις 7 είναι καλά;

Πάω να τη φιλήσω. Δε με φιλάει.

- Με πονάς!

Κι εσύ.

- Γιώργο, πατάς το χέρι μου!

Α το εννοούσε. Εγώ νόμιζα ότι το πήγαινε μεταφορικά. Ξέρεις τώρα, με πονάς συναισθηματικά, με πληγώνεις.

Σηκώνομαι να φύγω.

- Πού πας;

Άφησα το θερμοσίφωνα ανοιχτό και είναι μαλακία τώρα να πληρώνουμε στη ΔΕΗ κερατιάτικα.

- Φεύγω.

Με κρατάει. Την κοιτάζω. Και μετά τι κάνει;

Μου ανοίγει την πόρτα διάπλατα να φύγω.

Βγαίνω έξω.

- Στις 6 λοιπόν, ε;
- Όχι. Ούτε στις 6, ούτε στις 7, ούτε στις 8.

Ούτε αύριο. Ούτε μεθαύριο. Ούτε την άλλη βδομάδα. Γιατί αν δεν το έχω τώρα αυτό το κορίτσι, δε θα το έχω ποτέ. Και είναι να μην το έχω ποτέ, δε θα έχω τίποτα να σκέφτομαι όταν το κοιτάω στα αμυγδαλωτά του μάτια.

- Γιατί είσαι δύσκολος;

Νέος γύρος διαπραγματεύσεων. Άκουσα το καμπανάκι να χτυπάει. Ξαναμπαίνω μέσα, δεν υπάρχει λόγος να μας ακούσει και η γειτόνισσα.

- Δεν είμαι δύσκολος. Απλά δε θα είμαι νούμερο δύο στη ζωή σου.
- Έλα να πάμε για φαγητό.
- ...
- Θες να πάμε για ποτό; ή θέατρο; ή σινεμά; (συγγνώμη, κινηματογράφο είπε)
- ...
- Είναι εγωιστικό αυτό που κάνεις.

Στο μεταξύ στη ΝΕΤ έχει ένα καταπληκτικό ντοκυμαντέρ το οποίο κοιτάω με απόλυτη προσύλωση. Δεν το ακούω, ούτε καν το βλέπω. Απλά το κοιτάω για να μην την κοιτάξω.

Ο ίδιος διάλογος επαναλήφθηκε περίπου 5-6 φορές. Αν κάποιος μας άκουγε θα νόμιζε πως είμαστε ηθοποιοί και απλά προβάρουμε μερικές φορές τα λόγια μας. Ήξερα τι θα πει, ήξερε τι θα πω.

Της κρατάω το χέρι. Της το φιλάω και φεύγω. Δεν ήθελα να πω τίποτα, ειδικά εφόσον θα ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπα.

Βγήκα έξω στη βροχή και τον αέρα. Με πυρετό, χωρίς depon, ιδρωμένος και απογοητευμένος. Περπάτησα αργά μέχρι το αμάξι. Μπήκα μέσα. Περίμενα 5 λεπτά μήπως ερχόταν να με βρει. Μη γελάς, σε κάποιες ταινίες γίνονται κι αυτά. Μετά τη χυλόπιτα, η πρωταγωνίστρια καταλαβαίνει το τραγικό της λάθος και τρέχει να βρει τον πρωταγωνιστή ο οποίος όμως έχει πλέον φύγει. Δεν είμαι ηλίθιος σαν τον πρωταγωνιστή εγώ να φύγω. Απλά περίμενα. Τι είναι πέντε λεπτά;

Περάσαν.

Άντε, δώστης άλλα δύο, μέχρι να ντυθεί.

Φύγαν.

Άνοιξα το κινητό. Μπιπ-μπίπ. Με πήρε ο Παύλος κι ο Γιάννης που γιορτάζει. Δεν τους πήρα.

Θέλω να πάω σπίτι μου να κοιμηθώ. Άρρωστος άνθρωπος με πυρετό 38 παρά και ήθελα και έρωτες. Και όχι από αυτούς τους καθημερινούς. Όοοοοοχι. Ήθελα και από τους άλλους, τους μίας στο εκατομμύριο.

Ίσως να είναι καλύτερα έτσι.

Γειά σου. Have a nice life.

(Συνεχίζεται...)