27.12.09

Busy

Είχα ένα φίλο στην Αγγλία, ο οποίος είναι Τούρκος. Παραμένουμε φίλοι μέχρι τώρα και μιλάμε 1-2 φορές το χρόνο στο τηλέφωνο, κατά τις οποίες φορές φυσικά δεν παραλείπει να αναφερθεί στην Ελλάδα ως «παλιά κατακτημένα τούρκικα εδάφη».

Στην Αγγλία κάναμε πολύ παρέα, γιατί ήμασταν γείτονες και συμφοιτητές. Έβλεπα τις διαφορές μεταξύ μας, αλλά συνήθως έχω μεγάλες ανοχές για τη διαφορετικότητα, οπότε δε με ενοχλούσαν.

Φυσικά, με τον καιρό γνώρισα τις παρέες του κι αυτός τις δικές μου. Μεταξύ τους κάνανε και πλάκα ότι αν οι γονείς τους μάθαιναν ότι είχανε παρτίδες με Έλληνες, θα τους σκότωναν. Φυσιολογικά πράγματα.

Όπως μου είχε εκμυστηρευθεί ο φίλος μου, επειδή αυτός προέρχεται από τα παράλια της Τουρκίας, ανήκει στο μικρό ποσοστό του λαού που είναι πολύ πολιτισμένο.

Το ότι το εμπόριο ανθεί στην περιοχή του και το ότι η πόλη του, η Σμύρνη, είναι κοντά στην Ελλάδα και ότι να πιάνει τα ευρωπαϊκά δορυφορικά κανάλια, σίγουρα έχει βοηθήσει ώστε ο δυτικός πολιτισμός να μεταλαμπαδευτεί πιο εύκολα.

«Το ίδιο ισχύει και για τις παρέες μου.», μου λέει.

«Αντίθετα,» συνεχίζει, «όσο πιο ανατολικά πας, τόσο οι άνθρωποι γίνονται ζώα.»

Δικά του λόγια, όχι δικά μου.

Θυμήθηκα λοιπόν κάποια Χριστούγεννα προ αμνημονεύτων, όπου ετοιμαζόμασταν να πάμε στο Casino της περιοχή μας και είχε την ιδέα να πάρει κι άλλους φίλους μαζί του.

Οι Τούρκοι γενικά γουστάρουν τον τζόγο όσο και οι Έλληνες, αλλά στη χώρα τους έχουν μεγαλύτερους περιορισμούς λόγω θρησκείας. Έτσι, όταν βρίσκονται στο εξωτερικό του δίνουν και καταλαβαίνει.

Του εξηγώ όμως ότι λόγω Χριστουγέννων, να φέρει κάποιον από τους πολιτισμένους φίλους του, αφού κι εμείς βάλαμε το κουστουμάκι μας να πάμε. Μη μας χαλάσει τη βράδια!

«Ωραία τότε θα πάρω τον Dennis. Έχει πολλά φράγκα ο πατέρας του, είναι πολύ γνωστός, έχει ένα ιδιωτικό πανεπιστήμειο στην Τουρκία. Ο πατέρας του τον έχει σπουδάσει στην Ελβετία!»

«Ok, καλή περίπτωση ακούγεται. Πάρ' τον. Και να πληρώσει και το ταξί, αφού θα τον περιμένουμε.»

Βγάζει το κινητό και καλεί.

Βλέπω στο πρόσωπό του την προσμονή για να απαντηθεί το τηλεφώνημα. Μετά, ακούω μια φωνή να λέει μια φράση στα τούρκικα και τον δικό μου να απαντάει συγκαταβατικά «Tamam, tamam» («Εντάξει, εντάξει.») και να το κλείνει.

«Τι έγινε;», τον ρωτάω με απορία που το τηλεφώνημα διήρκησε μόνο δύο δευτερόλεπτα.

«Μου είπε ότι τον παίζει τώρα και θα με πάρει μόλις τελειώσει.»

25.12.09

Χριστουγεννιάτικες οικογενειακές στιγμές

Χριστούγενα. Οικογένεια. Τραπέζι (μεγάλο). Μελομακάρονα. Πιτσιρίκια (πολλά).

Είμαστε μετά το γλέντι και προσπαθούμε να συνέλθουμε από το φαγητό με σόδες και ουϊσκάκια, ενώ παράλληλα βγάζουμε οικογενειακές φωτογραφίες που θα καταχωνιάσουμε σε κάποιο σκληρό δίσκο και ποτέ δε θα τις ξαναδούμε. Κλασικές οικογενειακές στιγμές.

Τα πιτσιρίκια παίζουν αμέριμνα σε κάποια γωνία και μετά εξαφανίζονται σε άλλο δωμάτιο στον πάνω όροφο προς ακουστική ειρήνη όλων. Σε δύο λεπτά έχουμε ξεχάσει την ύπαρξή τους και προσπαθούμε να χωρέσουμε ένα ακόμα μελομακάρονο στα ήδη γεμάτα στομάχια μας, μέχρι που ακούγεται ποδοβολητό μικρών πατουσών να δυναμώνει καθώς ο πιτσιρικόχλος κατεβαίνει τα σκαλιά. Είναι από αυτούς τους ήχους που συνοδεύονται αναπόφευκτα με δυνατές πι-τσιρίδες.

«Μαμά,» ξεφωνίζει από απόσταση με παράπονο το κοριτσάκι που ηγείται του τσούρμου για να προλάβει να είναι εκείνο που θα μεταφέρει τα νέα ως μοντέρνος Φειδιπίδδης, «η Μαρία μας είπε πουτάνες, μαλακισμένες και καριόλες!»

Μισογελώντας, όλοι εστιάζουμε στη Μαρία που ερχόταν πιο πίσω και η οποία άκουσε την κατηγορία και έσπευσε να διορθώσει.

«Ψέματα, ψέματα λένε! Δεν τις είπα μαλακισμένες!»

16.12.09

Ευκαιρίες

Οδηγώντας προς το σπίτι, στο μουντό αποψινό καιρό, οι δρόμοι ήταν άδειοι και η πόλη με τους πολύχρωμους φωτισμένους σωλήνες σε σχέδια κεριών ήταν σχεδόν γιορτινή· τουλάχιστον προσπαθούσε.

Το bluetooth μου αρνιόταν πεισματικά να μιλήσει στο κινητό και με έκανε να χάσω κάθε όρεξη για τηλεφωνήματα οδηγώντας. Αυτή την ώρα, η επικοινωνία μπορεί να περιμένει. Είναι η ώρα της περισυλλογής.

Το σκαμμένο από την ακμή πρόσωπο ενός άγνωστού μου καλλιτέχνη σε μια αφίσα στην κολώνα μου θύμισε ένα από τους αγαπημένους κωμικούς, τον Bill Murray, στη Μέρα της Μαρμότας.

Όπως πάντα, όταν το μυαλό μου πάει στη μαρμότα, η πρώτη μου σκέψη ήταν πώς επί χρόνια αδυνατούσα να δεχτώ ότι η Μαρμότα ήταν αυτό το ζωάκι που μοιάζει με κάστορα και πίστευα ότι είναι ένα παχύρευστο υγρό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και μοιάζει με πίσσα.

Χρόνια μετά, σε ένα ξενυχτάδικο supermarket κάπου στην Αγγλία, ένα βράδυ που έπρεπε οπωσδήποτε να φάω πατατάκια και φυστικοβούτυρο και έπρεπε να τα ψωνίσω στις 2 το πρωί γιατί ως φοιτητής ήταν πολύ κουλ να έχεις ένα σουπερ μάρκετ διαθέσιμο 24/7, εκεί που έκανα γύρους στα ράφια είχα την επιφοίτηση και κατάλαβα ότι αυτό που τόσα χρόνια νόμιζα ότι ήταν η Marmota λεγόταν τελικά Marmine.

Anyway, στη Μαρμότα λοιπόν, ο ήρωας ζούσε και ξαναζούσε από την αρχή την ίδια ημέρα μέχρι η έκβασή της να ήταν τέτοια ώστε η μέρα, συνολικά, να τελειώσει με εκείνον ωφελημένο.

Κοινώς, να γαμήσει τη γκόμενα που ήθελε, γιατί η ταινία ήταν «ρομαντική κομεντί». Η κομεντί ήταν ο Bill Murray και η ρομαντική ήταν η σκηνή που του κάθεται η πρωταγωνίστρια.

Σκέφτομαι όμως πως μερικές μέρες εύχομαι να υπήρχε αυτή η γαμημένη η μαρμότα και άμα πάρεις λάθος απόφαση, πεις το λάθος πράγμα και δε σου κάτσει αυτό που θες, τραβάς ένα erase and rewind και το πας πάλι από την αρχή μέχρι να πετύχει η συνταγή.

Και παράλληλα με αυτό το χνουδωτό ζωάκι στο μυαλό μου, σκέφτομαι τις τελευταίες εξελίξεις στη ζωή μου. Συζητήσεις, προτάσεις, ευκαιρίες.

Το τι είναι τελικά ευκαιρία δε μπορείς ποτέ να το ξέρεις τη στιγμή που αυτή σου παρουσιάζεται.

Άσε δε, που σπάνια μια ευκαιρία σου χτυπάει την πόρτα και σου συστήνεται. Σπανιότερα δε, διαφημίζεται ή προβάλλεται.

Η ευκαιρία συνήθως έρχεται από μια φράση που παράκουσες τυχαία, ένα πρόσωπο στο οποίο μίλησες περαστικά σε ένα νοσοκομείο, κάτι που σκάλισες στο Internet ένα άυπνο βράδυ και το βρήκες ενδιαφέρον.

Τις ευκαιρίες τις βλέπεις μόνο όταν οδηγάς αμέριμνος προς το μέλλον σου και κοιτάς στον καθρέφτη για να δεις τι άφησες πίσω. Τότε μόνο τις αναγνωρίζεις.

Αναγνωρίζεις ότι εκείνη η γνωριμία κάποτε, σου έδωσε μια ιδέα. Η ιδέα συζητήθηκε σε καφέ. Τελικά δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αλλά σου άνοιξε μια πόρτα. Και εκείνη η πόρτα έφερε τρία projects, ένα εκ των οποίων ήταν η ευκαιρία σου, αυτή που κυνηγούσες στα όνειρά σου.

Τότε κανείς δε σου είπε ότι αν δεν πας για αυτόν τον συγκεκριμένο καφέ δε θα φτάσεις στην ευκαιρία. Και σίγουρα είχες πολλούς άλλους καφέδες στους οποίους δεν πήγες και έχασες ευκαιρίες τις οποίες απλά ποτέ δε δημιούργησες.

Και αύριο το σήμερα θα είναι χτες. «Αύριο» το τώρα θα είναι τότε. «Αύριο» θα ξέρεις αν το σήμερα ήταν σημαντικό ή ήταν απλά μια μέρα που μνημόνευσες μια χαζή «ρομαντική κομεντί».

Κι έτσι, στα τυφλά, με μπούσουλα το παρελθόν, ανοίγεις την κουρτίνα 2. Και αναρωτιέσαι αν σε ένα βάθος χρόνου ακούσεις τη γνώριμη φωνή του Ίζυ Κουτιέλ να σου φωνάζει «Ζονκ»!