27.4.12

Η τζουτζούκα μου...


Άργησα να ξυπνήσω το πρωί. Ξενύχτησα δουλεύοντας μετά από μια βόλτα για τη γιορτή μου. Με ξύπνησε το τηλέφωνο.

«Ακόμα κοιμάσαι; Πού τις θέλεις τις καινούριες καρέκλες; Είναι το φορτηγό εδώ.» Απάντησα κάτι σε άπταιστα αγουροξυπνημέικα.

Ανοίγω τον υπολογιστή. Άπειρα μηνύματα με ευχές στα οποία πρέπει να απαντήσω. Θα το κάνω σήμερα, δεν υπάρχει περίπτωση. Και τα πρώτα πρωινά emails. Ευτυχώς δε χρειάζομαι καφέ για να λειτουργήσω το πρωί.

Στο καπάκι, ένα τηλέφωνημα με request από ένα πελάτη. Ανοίγω notepad και σημειώνω τις λεπτομέρειες. Μπορεί να λειτουργώ χωρίς καφέ, αλλά από μνήμη είμαι χρυσόψαρο.

Ήμουν κάπου στην 6η γραμμή των σημειώσεων και στο τέταρτο λεπτό του τηλεφωνήματος, όταν έσκασε το τηλεφώνημα από τη θεία μου, την αδερφή της μητέρας μου.

Δεν απάντώ γιατί μιλάω. Η δουλειά πρώτα. Επιμένει. Το ίδιο κι εγώ.

Ένα λεπτό μετά, εν μέσω του τηλεφωνήματος ακούγεται ο ήχος του μηνύματος στα ακουστικά μου. Πιάνω το κινητό και το διαβάζω: «Έφυγε η γιαγιά».

Στιγμιαία ήλπιζα ότι εννοούσε ότι έφυγε από το σπίτι να πάει κάπου. Συνέχισα το τηλεφώνημα κανονικά: «Και αυτό σε τι διαστάσεις το θέλουμε; Σίγουρα; Προδιαγραφές έχουμε;»

Με το πού έκλεισα κάλεσα τη θεία μου:

«Τώρα, πριν λίγο έγινε. Πολύ ξαφνικό. Πριν μισή ώρα ήταν καλά, μας μιλούσε. Θα έρθεις;»

Σε μισή ώρα ήμουν εκεί.

Πρώτος άνθρωπος που είδα, ο θείος Μιχάλης. Ήταν κάτω και περίμενε το γιατρό για να πιστοποιήσει το θάνατο: «Ζωή σε λόγου μας, Γιώργο μου.»

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο θάνατος της γιαγιάς απλά μια πληροφορία. Bits & bytes μέσα σε ένα σκληρό δίσκο.

Είχα κλειδιά, αλλά μου φάνηκε καλύτερο να χτυπήσω το κουδούνι της εξώπορτας. Μου ανοίξανε χωρίς να ρωτήσουν.

Ανέβαινα στον τέταρτο όροφο πάντα με τα σκαλιά. Ήταν γιατί συνήθως έβλεπα τη γιαγιά τα Σαββατοκύριακα που ήμουν πιο χαλαρός κι ανάλαφρος.
Έτσι και τώρα. Αλλά τώρα κάθε βήμα ήταν πιο βαρύ από το προηγούμενο. Κάθε σκαλοπάτι απείχε περισσότερο από το επόμενο. Με κάθε βήμα και μια σκέψη, ανάμνηση.

Σταμάτησα τον τρίτο. Βαθιές ανάσες. Άλλος ένας όροφος για να μπω σε μια άλλη πραγματικότητα, εκεί που η γιαγιά πλέον δεν υπάρχει.

Φτάνω στην πόρτα. Είναι λίγο ανοιχτή, αλλά δεν είναι κανείς εκεί. Μπήκα μέσα. Πλήρης ησυχία. Κανείς στο σαλόνι.

Ο παππούς είναι μόνος στην κουζίνα για να πιεί ένα ποτήρι νερό. Κάνει μηχανικές κινήσεις, κοιτώντας τον τοιχο. Με βλέπει.

Τον παίρνω αγκαλιά. «Η γιαγιά...» πρόλαβε να μου πει πριν χάσει τα λόγια του. Η γιαγιά ήταν ο μοναδικός του έρωτας. Εξήντα χρόνια μαζί φέτος.

Πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα. Η κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς ήταν το παλιό μου δωμάτιο. Εκεί που έμεινα για χρόνια μέχρι να ορθοποδήσω.

Είναι εκεί, γαλήνια. Οι θείες μου είναι μαζί της και της κρατάνε παρέα. Με αγκάλιαζουν μία-μία.

Μιλάμε ψιθυριστά για να μη την ξυπνήσουμε. Φαίνεται πραγματικά σα να κοιμάται. Πάω κοντά της και γονατίζω δίπλα στο κρεβάτι.

Κοιτά λίγο το χώρο από τη δική της οπτική γωνία. Μεγάλος χώρος. Ένα κεράκι αναμμένο και μια αγιογραφία. Απέναντί της, δίπλα στην τηλεόραση ένα τεράστιο κολλάζ με φωτογραφίες μου. Μου είχε ζητήσει να το κρατήσει.

Την κοιτάω, τη φιλάω, κλείνω τα μάτια και μένω εκεί.

Εδώ και καιρό τη φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Πότε θα είναι; Πώς θα είναι;

Και να που η στιγμή ήρθε!

Ο θάνατος είναι ένα τόσο μεγάλο ταμπού που είχα μεγάλο τρόμο για τις λεπτομέρειες αυτής ακριβώς της στιγμής. Εγώ και η γιαγιά μου μαζί, αλλα όχι ακριβώς.

Έμεινα δίπλα της. Κεφάλι σκυμμένο. Η στιγμή με συνεπαίρνει.

Μια στιγμή. Τόσο μου πήρε με κλειστά τα μάτια δίπλα της να θυμηθώ τα πάντα. Αυτά που είχα για δεδομένα, αυτά που μου προσέφερε σιωπηλά, διακριτικά.

Από τότε που γεννήθηκα και με κρατούσε για να δουλεύουν ή να βγαίνουν οι γονείς μου μέχρι τώρα που ήταν εκεί όποτε χρειαζόμουν το παραμικρό.

Κι εγώ; Ο πάντα πολυάσχολος εγγονός που είχε χρόνο μόνο κάποιες φορές τα Σαββατοκύριακα.

Θυμάμαι τα χρόνια που με μεγάλωσε όταν είχαν χωρίσει οι δικοί μου. Δε με καταλάβαινε. Τι ήθελα, τι έλεγα, πώς περνούσα το χρόνο μου. Χάσμα γενεών κομματάκι μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα.

Εκείνη και ο παππούς δε βγαίνανε σχεδόν ποτέ από το σπίτι. Έχοντας περάσει πάρα πολύ δύσκολα χρόνια κατά τα οποία το να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό στο σπίτι ήταν ευλογία, έκαναν τα πάντα για να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά τους. Δεν πήραν ποτέ τίποτα για τον εαυτό τους, παρά μόνο για τα παιδιά τους.

Με τον καιρό, η γιαγιά φρόντιζε ολοένα και για περισσότερα. Σπίτι, φαγητό, εξτρά χαρτζηλίκι που μετά κόπων είχε βγάλει. Και όσο μεγάλωνα, τόσο η γιαγιά επένδυε στο μονάκριβο εγγόνι της για σπουδές, για έξοδα, για ζωή.

Όταν βρήκα την πρώτη μου δουλειά πλήρους απασχόλησης και πήρα για πρώτη φορά τα πάνω μου στα οικονομικά, της είπα ότι δε χρειάζεται άλλο να βοηθάει. Αλλά εκείνη ήξερε πως ο καιρός έχει γυρίσματα και έβαζε κάτι στην άκρη.

«Να υπάρχει κάτι για τις δύσκολες μέρες...» μου έλεγε.

Και έτσι, όταν ένα πρωί μας ανακοίνωσαν πως η εταιρεία στην οποία δουλεύαμε κλείνει και πως εκείνη θα ήταν η τελευταία μας μέρα, ενώ εγώ είχα δύο δάνεια που τρέχανε, η γιαγιά ήρθε και έσωσε τη μέρα.

Την έσωσε με οικονομίες που εκείνη είχε δουλέψει για να βάλει στην άκρη. Που εκείνη είχε μαζέψει μέσα από δικές της στερήσεις.

Και όταν γύρισα με σπασμένα τα φτερά στην Ελλάδα, εκείνη με περιμάζεψε. Με ξανασπίτωσε. Πόσο περίεργα ένιωθα στα 24 μου που θα έπρεπε να ξαναγυρίσω στο οικογενειακό σπίτι. Και πόσο καλό μου έκανε χωρίς να μπορώ τότε να το καταλάβω...

Και μετά, όταν ξεπλήρωσα τα δάνεια μου με τη βοήθεια της γιαγιάς και της είπα πως ήθελα να πάρω ένα σπίτι δικό μου, ποιά ήταν εκείνη που λυπόταν πως θα με έχανε από την καθημερινότητά της αλλά παρόλα αυτά με βοήθησε για να πάρω το σπίτι μου;

Ναι, ήταν εκείνη.

Όλα αυτά σκεφτόμουν και δεν ξέρω πόσα λεπτά περάσαν ενώ είχα τα μάτια κλειστά.

Δεν ξέρω γιατί φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι νόμιζα.

Εγώ είμαι πλημμυρισμένος από αγάπη. Αγάπη που έχω ακόμα να της δώσω. Τζουτζούκα, σ’ αγαπάω.

Αφανή μου ήρωα στο ταινιάκι της ζωής μου, σ’ευχαριστώ.