1.8.07

Ανάβεις φωτιες και όλα τα καις

Προχτές πήγα με ένα γκομενάκι στην Πάρνηθα να το ξεμοναχιάσω.

Πιτσιρίκα, 21 χρονών, φοιτητριάκι από επαρχία, αλλά περπατημένη. Αρχίσαμε να κατεβάζουμε τις μπυρίτσες μας ακούγουντας ραδιόφωνο, μέχρι που με ρώτησε η μικρή αν θα μείνουμε μέσα στο αυτοκίνητο όλη την ώρα. Γούσταρε το μικρό σου λέω. Η νέα γενιά είναι πολύ μπροστά.

Το βράδυ έχει υγρασία εκεί μέσα στα βουνά, το μικρό άρχισε να μου νιαουρίζει ότι κρυώνει και έψαχνε για αγκαλιά. Αλλά σιγά μην πέσω έτσι εύκολα. Ξέρει να παίζει αυτή, ξέρω κι εγώ. Για να της δείξω ότι δεν παίρνει κάνα φλωράκι από αυτά που έχει συνηθίσει, μάζεψα λίγα ξερά κλαδάκια και ανάψαμε μια φωτιά σε ένα ξέφωτο. Όχι τίποτα μεγάλο, ίσα-ίσα για να έχει κάτι να λέει στις φίλες της την άλλη μέρα, να της πούνε να ξαναβγούμε για να ξαναγαμήσουμε.

Δεν είχε πανσέληνο και η φωτιά μας έδινε και φως. Με μπυρίτσα, χαβαλέ και το αυτοκίνητο να παίζει μουσικούλα αρχίσαμε τα χαδάκια και τα φιλάκια. Μία με άναβε, μια με άφηνε. Δεν είναι χθεσινή και λέγε μου εσύ ότι θες. Δε μπορούσα άλλο, η κατάσταση σήκωνε τσιγάρο.

Την παίρνω από το χέρι, την αράζουμε σε ένα πεσμένο δένδρο, χαλαρώνουμε κι ανάβουμε κι ένα τσιγαράκι από τα καλά. Την είδαμε αλλιώς.

Μετά κάναμε και δεύτερο, αλλά δεν προλάβαμε να το τελειώσουμε. Ενώ το κρατούσε, την ξάφνιασα καθώς άρχισα να τη φιλάω παντού και αυτή το απολάμβανε νωχελικά, τεντώνοντας την πλάτη της με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Λέξη δεν έβγαλε. Απλά παραδόθηκε στο συναίσθημα. Για μιάμιση ώρα, έπαιζα με τα μαλλιά της, τη φιλούσα και την αγκάλιαζα, μέχρι που γούσταρα να την πάρω.

Εγώ γουστάρω το δημόσιο σεξ, αλλά όχι και να μας παίρνουν μάτι όσοι την έκαναν από το καζίνο. Φύγαμε λίγο από τη φωτιά μας που ούτως ή άλλως έσβηνε και μόνη της και χωθήκαμε πίσω από κάτι δένδρα, όπου παρά τα απαλά χαδάκια που προηγήθηκαν, την πήρα άγρια 2 φορές απανωτά.

Ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμε και οι δύο. Οι φωνές μας πρέπει να έδιωξαν όλες τις αρκούδες. Ένα τέταρτο κράτησε, αλλά δε χρειαστήκαμε παραπάνω. Ήθελα να κρατήσω και δυνάμεις για την επιστροφή, οπότε μετά μπήκαμε άρων-άρων στο αμάξι. Είχα και γραφείο την άλλη μέρα.

Το πρωί, πηγαίνοντας στο γραφείο ακούω στο ραδιόφωνο πως η Πάρνηθα καίγεται.

Είπαν πως δεν χρειάζεται να υπάρχει εμπρηστής. Κάποιος ασυνείδητος, λέει, μπορεί να πέταξε μπουκάλια τα οποία δρουν ως μεγεθυντικός φακός στα πουρνάρια και προκαλούν ανάφλεξη. Ή μπορεί να άφησε μια μισόσβηστη φλόγα, ή να έσβησε τη φλόγα αλλά να έκαψε ένα κλειστό κουκουνάρι το οποίο έσκασε και έβαλε φωτιά ακόμα και ένα χιλιόμετρο μακριά. Ή απλά να μην πρόσεξε που πέταξε το τσιγάρο του.

Τι άνθρωποι υπάρχουν, Θεέ μου. Και η Πολιτεία τι κάνει; Ετοιμάζεται για εκλογές; Οι άχρηστοι πολιτικοί θα μας κάψουν τα δάση με την απραγία τους. Και μετά που θα πηγαίνουμε για να ξεμοναχιάζουμε τα γκομενάκια μας; Δεν πάει άλλο.

Πρέπει να ενεργοποιηθώ. Πρέπει να το πω και σ' άλλους. Πρέπει συμμετέχω σε μια διαμαρτυρία. Πρέπει να στείλω ένα email στους φίλους μου και να ευαισθητοποίησω τους γύρω μου.

Χανόμαστε, κρετίνοι!

4 σχόλια:

An-Lu είπε...

Καλόοο...και δυστυχώς πολύ αληθινό...

Γιώργος Μαργαρίτης είπε...

Όπως είπα και νωρίτερα, πολύ καλά τα λές ρε Τζόρτζι, αλλά ποιος σε ακούει άραγες? (εκτός από μένα...)

par...alogos είπε...

Το ξέρεις το τραγούδι που λέει...να δεις και κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες!!!

Ανώνυμος είπε...

Εσύ όμως δεν μας είπες..... την φωτιά που άναψες για να ζεστάνεις το κορίτσι την έσβησες?