- Έλα, έλα μαλάκα να πάμε.
- Ρε συ, πού με πας;
- Έλα, έλα, θα σ' αρέσει.
Για όσους δεν κατάλαβαν, προσπαθώ να πείσω το Γρηγόρη να πάμε στο στριπτιτζάδικο.
Ο Γρηγόρης είναι 160 χιλιόμετρα μακριά από τη γυναίκα του, στο Λουτράκι, μόλις έχει βγει από το Καζίνο με κέρδος 850 ευρώ. Εγώ έβγαλα απλά τις βενζίνες μου. Χρησιμοποιήσαμε την στρατηγική του Γρηγόρη "στο τζόγο πρέπει να ξέρεις πότε να σταματάς".
Με το που βγήκαμε όμως από το καζίνο, ακολουθήσαμε τη δική μου στρατηγική: "εγώ έχω τα κλειδιά του αυτοκινήτου, εσύ έχεις κερδίσει λεφτά, άρα θα πάμε να τα φάμε".
Κουτό αγόρι, γιατί νόμιζες ότι πήραμε το δικό μου αμάξι για να πάμε;
Ο Γρηγόρης υπήρξε
ζημιάρης στη ζωή του. Έχει κάνει ζημιές πολλών εκατομμυρίων σε μικρότερη ηλικία σε διάφορα ξενυχτάδικα, κωλάδικα, κονσοματζίδικα, μπουσουξίδικα, Γιαννηφλωρινιώτικα, Τασομπουγατζίδικα, μπουγατσάδικα κλπ.
Ουδέποτε υπήρξε ευκατάστατος και άλλη περιουσία πέρα από το σπίτι του δεν έχει, αλλά δε μπορώ να πω, ξέρω να τους διαλέγω τους φίλους μου.
Ο Γρηγόρης είναι σήμερα ο μοναδικός λόγος που έχω καμιά δεκάδα βιντεοκασέτες με τσόντες ανάμεσα στη συλλογή των ταινιών μου, καμία εκ των οποίων δεν βλέπεται αφού η ταινία έχει περάσει τα πάνδεινα (από το Γρηγόρη, βεβαίως βεβαίως). Μου τις είχε δώσει πριν πολλά πολλά χρόνια όταν της αγόραζε αλλά δε μπορούσε να της κρύψει στο σπίτι που έμενε με τους γονείς του.
Εγώ τότε ήμουν το αγαπημένο του βίντεο κλαμπ. Με είχε στοκάρει και όποτε ήθελε ταινία ερχόταν από το σπίτι μου. Αγαπημένη του ταινία, δε, μία με έναν νεαρό παπά που πάει σε ένα μοναστήρι με καλόγριες να μονάσει.
Στο μοναστήρι λοιπόν, εκεί όπου ο αμέριμνος νεαρός και γεμάτος ορμές παπάς διάβαζε τη Βίβλο, εμφανίζοταν μια μπαλαρίνα απείρου κάλους που αμέλησε να φορέσει το κυλοτάκι της και ήθελε ντε και καλά να κάνει εξάσκηση
στο ίδιο μπαλκονάκι που ήταν ο παπάς.
Ο παπάς, ευγενικός άνθρωπος γαρ, της παραχωρεί το μπαλκονάκι και λουφάζει σε μια γωνία από όπου την παρακολουθεί διακριτικά να τεντώνεται, να λυγίζεται, να κάνει πιρουέτες και άλλα τσαλιμάκια.
Μετά πηδιούνται.
Αλλά μέχρι να φτάσει η ταινία στο
πώς το τρίβουν το πιπέρι της μονής οι καλογέροι, έχει σασπένς γιατί ο παπάς έπρεπε να ζητήσει την άδεια από την Μεγάλη Αδερφή (την αρχικαλόγρια καλέ!), να την πάρει (την άδεια καλέ, grow up!), να κοιμηθεί βλέποντας σεξουαλικά όνειρα και μετά να ξυπνήσει και να πάει στο προαναφερόμενο μπαλκονάκι και να ενοχληθεί από την ως άνωθεν καλόγρια-μπαλαρίνα.
Και εκείνο το συγκεκριμένο απόγευμα που ο Γρηγόρης (όταν έμενε ακόμα με τους γονείς του) αποφάσισε να πάρει να δει την τσόντα, είχε γυρίσε από τη δουλειά με μια τρομερή κούραση και ήθελε μωρέ το παιδί λίγο να την παίξει για να του φύγει το στρες.
Οπότε αφού ήρθε από μένα και του έδωσα την ταινία την έβαλε στο βίντεο, ξεκουμπώθηκε, ετοιμάστηκε και περίμενε -κουρασμένος- να φτάσει η ταινία στο σημείο όπου τελικά ο παπάς γαμεί την μπαλαρίνα-καλόγρια.
Αλλά η ώρα περνούσε και ο πούστης ο παπάς ακόμα ήταν στο να ζητήσει άδεια από τη Big Sister και κάπου εκεί άρχισαν να κλείνουν τα βλέφαρα του Γρηγόρη.
Και κάπου εκεί ρίχνει ο Γρηγόρης έναν ύπνο ξεγυρισμένο στον καναπέ με το πουλί του απ' έξω και την τσόντα να παίζει, που όχι κλειδιά δεν άκουσε, αλλά
πρέφα δεν πήρε όταν μπήκε ο πατέρας του και βρήκε το γιό του με το πουλί απ' 'εξω να βλέπει τσόντα κοιμισμένος!
Αλλά αυτά ήταν τότε. Τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Τώρα τελευταία βέβαια με τη Μαρία έχει βάλει παντόφλα. Και παντόφλα γενικώς, εμείς κάνουμε μαύρα μάτια για να τον δούμε.
Και έτσι αφού τον είδαμε που τον είδαμε, πήγαμε που πήγαμε στο Καζίνο, κερδίσαμε που κερδίσαμε, ε δεν πάμε να πιάσουμε και κάνα κώλο ρε Γρηγόρη;
Να εδώ απέναντι είναι τα κορίτσια. Φρέσκα φρέσκα, με τα αρωματάκια τους, τα λαδάκια τους. Και έχει και ζουμπουρλούδικα, όπως σ' αρέσουν.
Αφού γίνανε οι απαραίτητες συνεννοήσεις με τη Μαρία (μωρό μου, ο Γιώργος χάνει και θέλει να ρεφάρει, τι να κάνω, δικό του είναι το αυτοκίνητο και δε μπορώ να φύγω μόνος μου, σε λίγο θα γυρίσουμε, πέσε εσύ να κοιμηθείς) και αφού η Μαρία έδειξε κατανόηση (να του πεις του άλλου του αχαΐρευτου πως άμα μάθω τίποτα πως σε πήγε σε τίποτα ξετσίπωτες θα βγάλω στη φόρα αυτά που έκανε με τη Γιουγκοσλάβα το καλοκαίρι), τελικά μπήκαμε στο στριπτιτζάδικο.
Μέσα το μέρος είναι λες και μπήκες σε ντίσκο με μοναδική διαφορά ότι μπαίνεις σε ένα κόσμο με πολλά
άκια: Γκομεν
άκια με βυζ
άκια, κωλαρ
άκια και μουν
άκια.
Καθότι τώρα ο Γρηγόρης είναι large τύπος σε όλα του, πιάνει ένα καναπέ-μισοφέγγαρο των 12 ατόμων και κάθομαι κι εγώ δίπλα του
σεμνά. Πρέπει πάντα να δείχνεις
σεβασμό στους φίλους σου που θα πληρώσουν για να περάσεις εσύ καλά. Τις λέξεις που εμφανίστηκαν με bold σε αυτή την παράγραφο παρακαλώ να τις κρατήσετε σφιχτά στο μυαλό σας γιατί σκιαγραφούν τα πλαίσια στα οποία σκοπεύαμε να κινηθούμε.
Καθότι όμως το χρήμα σου σε ένα στριπτιτζάδικο δεν έχει καμία αξία, ανταλλάξαμε το χρήμα μας με τις μαγικές καρτούλες που κουβαλάνε τα γκαρσόνια. Ευτυχώς βρήκαμε ένα γκαρσόνι που φάνηκε ιδιαίτερα πρόθυμο να ξεφορτωθεί τις κάρτες του προς 10 ευρώ τη μία.
Αλλά ρε παιδάκι μου, είχε μια ξυνισμένη φάτσα; Τρεις κάρτες θες; Ωχου, δεν έχεις ψιλά; Κάτσε να βρω... Τι θέλεις; Έξι θες τώρα; Και τι είμαι εγώ να κουβαλάω ψιλά, σου φαίνομαι για τράπεζα;
Η αλήθεια είναι πως το εν λόγω γκαρσόνι δε μας φαίνοτανε καθόλου για τράπεζα γιατί οι τράπεζες είναι κτίρια και αυτός ήταν απλά ένας άνθρωπος, και μάλιστα του το είπαμε, αλλά δεν φάνηκε να πείθεται ιδιαίτερα ή να θέλει να δώσει συνέχεια στο θέμα. Τι να πεις...
Τελικά, με τα πολλά πήραμε 10 κάρτες, τις οποίες και ακουμπήσαμε στο τραπέζι για να τις βλέπουν τα κορίτσια και να γουστάρουν. Όταν είδαμε πως το διακριτικό ακούμπηγμα (με τις κάρτες να προεξεχουν λίγο κάτω από το τασάκι) δεν έπιασε, τις αραδιάσαμε σε όοοολη την επιφάνεια του τραπεζιού και αρχίσαμε να τις ανακατεύουμε, σαν να ήταν πούλια του ντόμινο.
Περισσότερο δε θα μπορούσαμε να δείχνουμε τις κάρτες ούτε κι αν ήταν στραμμένος ο προβολέας επάνω μας.
Το κόλπο έπιασε. Στο Γρηγόρη την έπεσε μια μαυρούλα από τη Jamaica. Ο Γρηγόρης γούσταρε αλλά ήθελε να το παίξει άνετος:
- Γειά σου baby, με λένε Μόνικα, εσένα πώς σε λένε;
- You talking to me?
- Σε σένα μιλάω μωρό μου.
- YOU TALKING TO ME?
- Γιατί μου μιλάς αγγλικά, ξέρω και ελληνικά!
- Ε να μωρέ, μ' αρέσει ο De Niro και τον θυμήθηκα τώρα... Από που είσαι;
- Από τη Jamaica είμαι αγόρι μου.
- Jamaica? Jimi Hendrix κι έτσι;
- Ναι, ναι,
Jimi Hendrix, μωρό μου, ότι πεις εσύ.
Εμένα πάλι μου την έπεσε μια καλλονή από αυτές που θέλεις να τους κάνεις πολλά παιδιά χωρίς να σε νοιάζει ιδιαίτερα πως τις λένε, από πού είναι και άλλα τέτοια χαζά.
Μη με κατηγορείτε που λέω τέτοια πράγματα, δε φταίω εγώ, γιατί η φίλη μου η Κέλλυ που έχει και πι-έιτς-ντι μου είπε πως είμαι βιολογικά προγραμματισμένος από τα γονίδια μου να κάνω πολλά και όμορφα παιδιά. Λέω να μην αναφέρω τις θεωρίες περί διάδοσης του σπέρματος γιατί θα με γράψει το Cosmopolitan ως τον απόλυτο σωβινιστή.
- Γειά σου τρελλό αγόρι.
- (Εσύ κάτι ξέρεις) Γειά σου και σένα.
- Τέλεις να σε κορέψω;
- Όχι, μ' αρέσει το πυκνό μαλλί μου.
- Μην γκάνεις μπλάκα, εμένα μου αρέσουν οι φαλακρούληδες.
- Ναι, είμαστε πιο σέξυ. Από τον Λουΐ Ντε Φινές μόνο να κρίνεις, καταλαβαίνεις.
- Ποιός είναι αυτός;
- Ένα sex symbol από τη Γαλλία.
- Δεν τον ξέρω. Ήταν πολύ όμορφος;
-
Εκτυφλωτικά.
- Κι εσύ το ίδιο. Να σε κορέψω ενα κορό τώρα;
- Να με κορέψεις, αλλά μην αγγίζεις το μαλλί.
Η καλλονή λοιπόν πήρε τον δικό της Λουΐ Ντε Φινές και τον πήγε σε ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο με δύο καναπέδες αντικριστά, όπου άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής...
- Πώς σε λένε;
- Ζγκαντραβανοβισκουνόβιτσα.
- Ωραία, θα σε λέω Βάνα. Δε μου λες, Βάνα, ποιός το λέει αυτό το τραγούδι;
- Ε;
- Το τραγούδι αυτό ποιός το λέει;
- Δεν ξέρω, μόνο Ουκρανέζικη μουσική ξέρω.
Οι προσπάθειές μου για διάλογο την αποσυντόνιζαν από το να κάνει τα ακροβατικά της κόλπα. Ένα ήταν πολύ ωραίο, το είδα που το έκανε πριν σε έναν πάνχοντρό πελάτη δύο επί τρία. Η κωλοτούμπα δεν της βγήκε όπως περίμενε με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει ακριβώς πάνω από το μάτι.
Αναρωτήθηκα προς στιγμή ποιό τραγούδι θα ταίριαζε στην περίπτωση και βρήκα το
Καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί τρία // κόγχη και λατρεία, τοίχος και φιλιά.
- Αυτό το κόλπο που έκανες πριν το έμαθες στο Τάε Κβον Ντό;
- Ντα.
- Το έμαθες στο... Ταε Κβον
Ντα;
Πατάει τα γέλια και μάλλον με έβρισε στα ρώσικα. Ή στα ουκρανικά.
- Μα έλα, προσπάθησε λίγο να θυμηθείς το τραγούδι και σταμάτα να μου τον πιάνεις. Είναι αυτό που έχει την εισαγωγή που πάει τα-τα-τα-τα-ραρα-ταταταρατα!
- Μμμμ... Το ξέρω εγώ αυτό.
Γυρνάει στη φίλη της που χορεύει σε κάποιον κύριο ο οποίος ξαφνικά απέκτησε μουσάκι. Ενώ αυτός περιεργαζόταν το νεοαποκτηθέν μου...σάκι του, η νεαρά προσπαθούσε να μας βοηθήσει.
- Tom's Diner, το λέει η Suzanne Vega, είπε η νεαρά και μας άφησε μαλάκες. Τι σου είναι ο πολιτισμός.
Μετά από τρεις χορούς, γύρισα στο τραπέζι και βρήκα τον Γρηγόρη να κοιμάται στο τραπέζι. Μισάνοιχτο στόμα, γυρμένος λίγο στο πλάι και έτοιμος να σωριάστεί κατά μήκος του καναπέ. Από πάνω από το τραπέζι μας υπήρχε ένα ηχείο, το οποίο δε φαινόταν να τον ενοχλεί.
Πιάνω όλες τις κάρτες που μας απομένουν και τις δίνω σε δύο γκομένες νταυρατισμένες και ουχί μινιόν.
- Πάρτε τις κάρτες και πάρτε και τον φίλο μου και κάντε τον
ότι θέλετε.
Λένε κάτι μεταξύ τους στα ρώσικα, φεύγουν και ξανάρχονται με μια χάρτινη σακούλα που δε μπορούσα να δω τι περιείχε.
Πιάνουν το Γρηγόρη γλυκά γλυκά και αρχίζουν να του μιλάνε, του λέω κι εγώ ότι θα αλλάξουμε τραπέζι γιατί το θέλει ο μαιτρ για μια μεγάλη παρέα που έρχεται.
Ο Γρηγόρης, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ανοίγει τα μάτια του, αφήνεται στο να τον πάνε οι γκόμενες όπου θέλουνε. Αυτές τον πάνε στα καμαρίνια και αρχίζουν να τον πειράζουνε, οπότε ο Γρηγόρης έχει παραδοθεί στα χάδια μέσα στην κούραση και τον ύπνο του.
Σε μια φάση τον τραβολογάνε και τον βγάζουνε στην σκηνή, βγάζουνε από τη σακούλα ένα ζευγάρι χειροπέδες και τον δένουνε σε μια από τις κωλώνες στις οποίες η προηγούμενη χορεύτρια έτριβε το
μουσάκι της.
Ο Γρηγόρης, περιέργως, δεν αντιστάθηκε.
Τότε άρχισανε να τον χουφτώνουνε ολοένα και περισσότερο και ο κόσμος από κάτω (7-8 τραπέζια με αγνώστους) άρχισε να γελάει. Ο Γρηγόρης γούσταρε γιατί αφενός δεν ήξερε ότι είχα πληρώσει γι αυτό με τις δικές του κάρτες και γιατί αφετέρου δεν ήξερε που θα κατέληγε.
Ενώ λοιπόν η μία απασχολεί τον Γρηγόρη, η άλλη βγάζει κάτι από τη χαρτοσακούλα και φέρνει τα χέρια του Γρηγόρη πίσω του. Εκεί του τα δένει με χαρτοταινία (το στριπτιτζάδικο ήτανε παρακμιακό δεν είχε χειροπέδες).
Μέχρι να πάρει χαμπάρι ο Γρηγόρης ότι η χαρτοταινία κάνει εξίσου καλή δουλειά με τις χειροπέδες ήταν αργά.
Ο dj του έβαλε το
You can leave your hat on και ήρθαν άλλες δυο κοπέλες στην πίστα.
Ο Γρηγόρης ζούσε το απόλυτο όνειρο κάθε άνδρα: Τέσσερις ημίγυμνες γκόμενες να τον γδύνουν.
Το ότι το στριπτίζ ήταν παρά τη θέλησή του και ότι ο Γρηγόρης είχε πλέον γίνει ο περίγελος ενός μαγαζιού δεν ήταν κάτι στο οποίο είχε υπολογίσει όταν ανέβηκε στην πίστα. :-)
Λεπτομέρειες δε μπορώ να δώσω γιατί η ιστορία
φυσικά είναι φανταστική. Επίσης, Ο
Γρηγόρης είναι φανταστικό πρόσωπο. Η γυναίκα του είναι επίσης
φανταστική γυναίκα. Μαρία, τώρα άσε κάτω τον πλάστη σε παρακαλώ και ας συζητήσουμε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι.