Πάνε εικόσι χρόνια.
Εγώ την ήθελα σαν τρελλός. Εκείνης απλά δεν της ήμουν τελείως αδιάφορος.
Όταν την είχα γνωρίσει ήμασταν οκτώ χρονών. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να με κεράσει ο θείος της κάνα παγωτό από το ψιλικατζίδικο.
Πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα...
Το μυαλό μου κολλούσε όποτε ήμουν μαζί της. Δεν ξέρω αν ήταν ο τρόπος που τα κατάμαυρα μαλλιά της πέφτανε μπροστά από τα μάτια της όταν έπαιρνε παραγγελίες ή ο ιδρώτας που σχηματιζόταν στο λαιμό της ή το ειλικρινές χαμόγελό της, αλλά κάτι απλά με παρέλυε.
Χαιρόμουν μόνο και μόνο που την έκανα να γελάει. Ξεκινούσε με το να μεγαλώνει τα μάτια της, να σχηματίζει λακάκια και στα δυο της μάγουλα και μετά να ανοίγει το στόμα της και να γελάει δυνατά. Αν και μόνο 20 χρονών, γελούσε σαν γυναίκα, όχι σαν κοριτσάκι.
Ένα βράδυ πήγα στο μπαράκι που δούλευε. Δεν υπήρχαν κινητά τότε, οπότε ένα λάθος στη συνεννόηση με τα φιλαράκια σήμαινε ότι θα έμενα μόνος όλο το βράδυ.
Πλησίασα το μπαρ. Εκείνη ήρθε αμέσως και με ρώτησε αν θέλω να πιω κάτι. Της απάντησα «Ναι, εσένα!» σαν να είχα εφεύρει την πιο έξυπνη ατάκα.
Εκείνη έβγαλε ένα μεγάλο ποτήρι, έβαλε μέσα το χέρι της και μου έγνεψε. Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε.
«Να με πιείς δεν ήθελες; Ορίστε, είμαι στο ποτήρι.», μου απάντησε κάνοντας τα μάτια της προς τα πάνω αποδοκιμάζοντας το ότι δεν την έπιασα με την πρώτη.
Και εγώ φυσικά, έμεινα με το στόμα ανοιχτό με τη σπιρτάδα της.
«Σχολάω στις 4,» μου λέει, «θα με περιμένεις;»
...
[
Η συνέχεια στο Amstel-Eco Trash Stories, όπου θα ήθελα και την πράσινη ψήφο σας στο τέλος.]