Εδώ και ένα χρόνο, σπάνια ένιωθα την ανάγκη να γράψω κάτι προσωπικό στο blog.
Δεν ήταν η έλλειψη χρόνου που συχνά έλεγα στον εαυτό μου ότι φταίει. Ήταν η έλλειψη έμπνευσης για να στηρίξω ένα παλιό μου δημιούργημα που μέσα από τις ιστορίες του προάγει τον γκομενισμό.
Και ίσως να ήταν λάθος μου που προέβαλα τον εαυτό μου ως κάποιο ασύστολο και αχόρταγο γυναικοκατακτητή. Γιατί τελικά όπως κατάλαβα από αυτή τη σχέση, θέλω μία. Μία και καλή.
Σήμερα λοιπόν που χώρισα, ένιωσα ξανά την ανάγκη να γράψω. Να μιλήσω. Να ομολογήσω τις κακοτοπιές, γιατί τα γραπτά μένουν. Θέλω να δημιουργήσω μια γωνία σχεσιακής υστεροφημίας. Γιατί αυτή η ανάμνηση της όμορφης σχέση δεν θέλω με το χρόνο να γίνει σαν μια φραντζόλα από μπαγιάτικο ψωμί, αλλά σαν ένα μπουκάλι από παλιό κρασί.
Πριν ένα χρόνο παρά μια μέρα, γνώρισα μια κοπέλα που απλά μου πήρε τα μυαλά. Πανέμορφη και σεμνή, ήξερε πότε έπρεπε να μιλήσει και πότε να σκεφτεί. Αλλά πάνω απ’ όλα αυτό που μου άρεσε είναι πως ήταν καλό παιδί. Παιδί για σπίτι, άσχετα με το αν εγώ ποτέ ως τότε δεν είχα σκοπό να φτιάξω ένα τέτοιο.
Κολλήσαμε και γίναμε ζευγάρι σε ένα μόνο δίωρο.
Αυτά τα περί έρωτα κεραυνοβόλου δε τα πιστεύω. Δεν ήταν έρωτας κεραυνοβόλος. Εμένα τουλάχιστον μου πήρε κάποιες ώρες, αν και τα τείχη μου, αυτά τα αόρατα απόρθητα τείχη που είχα χτίσει γύρω μου για να μπορώ να μην δεσμεύομαι εύκολα, έπεφταν με ρυθμούς δεν είχα φανταστεί ποτέ.
Όχι επειδή δεν ήταν χτισμένα γερά. Είχαν, άλλωστε, χτιστεί με πολύ κόπο και πείσμα. Ήταν επειδή ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μου, ένας μικρός δικός μου Εφιάλτης, υποδείκνυε στον κατακτητή τα τρωτά μου σημεία.
Κάποιες μέρες μετά μου είπε ότι της αρέσει πολύ το blog μου. Το blog λέει μέσα πολλά, οπότε ήταν δύσκολο να καταλάβω ποιά ακριβώς κομμάτια της άρεσαν και ποιες ιστορίες.
Μιλούσε διαρκώς για τα συναισθήματα που της προκαλούσα, κάτι το οποίο εγώ δε μπορούσα να αφομειώσω. Εγώ ήξερα να μιλάω ανέκαθεν με πληροφορίες, με έννοιες, με προγραμματισμό. Εκείνη έβαζε πρώτα πάντα τα συναισθήματα, τα χρώματα, τις εντυπώσεις.
Η σχέση ήταν πολύ όμορφη. Τα λόγια μας ήταν πολύ τρυφερά, από αυτά που λένε όχι οι εραστές, αλλά αυτοί που δείχνουν ότι θέλουν να μείνουν μαζί για πάντα. Κάναμε σχέδια τα οποία πρόδιδαν όχι μόνο έρωτα αλλά και αφοσίωση.
Με ένα τρόπο που μόνο μία (όχι
μια) γυναίκα μπορεί να προκαλέσει και κανένας άνδρας δε μπορεί να εξηγήσει, σκεφτόμασταν και οι δύο μεγάλα πράγματα γι αυτή τη σχέση.
Με εξέπλησσα καθημερινά με τις σκέψεις μου, αλλά δεν της τα έλεγα και όλα για να μην πάρει αέρα. Χαιρόμουν όταν από μόνη της μου εξομολογούταν ότι έκανε κι εκείνη παρόμοιες σκέψεις.
Κάπου εδώ όμως υπάρχει ένα κρυφό «αλλά».
Η σχέση απειλούταν συνεχώς από ένα μαύρο σύννεφο. Το σύννεφο αυτό ήταν η δική μου
υπερκοινωνικότητα όπως την χαρακτήριζε, η οποία την ενοχλούσε.
Ουκ ολίγες φορές η γυναίκα που επέλεξα να έχω δίπλα μου ένιωθε άβολα όταν έκανα πλάκα με άλλες γυναίκες. Παρόλο που έβλεπε και παραδεχόταν ότι την ίδια πλάκα, αν όχι περισσότερη, έκανα και με άνδρες, αυτό ήταν κάτι που με τον καιρό την τράβηξε μακριά μου.
Χωρίς να της πω τίποτα, άλλαζα διαρκώς παρέες ώστε να μην είμαστε γύρω από τα ίδια άτομα. Έτρεφα κρυφές (πλην όμως φρούδες) ελπίδες πως θα καταλάβαινε πως είναι η μόνη σταθερή αξία στη ζωή μου, η μοναδική γυναίκα που με ενδιαφέρει. Αντ’ αυτού εκείνη εισέπρατε ότι εκείνη ήταν η βάση και υπήρχαν γυναίκες που άλλαζα σαν τα πουκάμισα.
Παρόλο που ανέκαθεν παραδεχόταν ότι είμαι ένας έξυπνος άνδρας, παρόλο που ποτέ δεν έκανα τίποτα μεμπτό (κάτι για το οποίο ποτέ δε μπορούσα να την πείσω), παρόλο που ποτέ δεν της είπα ψέματα, παρόλο που ποτέ δεν υπήρξαν τίποτα ύποπτα τηλεφωνάκια ή μηνυματάκια τα βράδια, εκείνη επέμεινε μέχρι τέλους ότι κάτι κάνω πίσω από την πλάτη της.
Κάπου έπρεπε να είχα υιοθετήσει διαφορετική προσέγγιση. Αντί να προσπαθώ να της δείξω ότι έτσι είναι ο χαρακτήρας αυτού που επέλεξε για
άνδρα της ζωής της όπως με αποκαλούσε, αντί να προσπαθώ να την κάνω να νιώσει κι εκείνη άνετα με τις μπηχτές που έριχνα στην παρέα, ίσως να έπρεπε να είχα επιλέξει άλλο τρόπο να της δώσω να καταλάβει ότι υπάρχει μόνο αυτή για μένα.
Ίσως να έπρεπε να είχα διαλέξει να την έπαιρνα και να ζούσαμε μαζί σε ένα σπίτι λίγο έξω από τη Βαρκελώνη, μακριά από γνωστές καταστάσεις και κοινωικούς κύκλους. Ήταν άλλωστε πάντα μου ένας (ευσεβής;) μου πόθος να είμαι στην παρέα το ήμισυ από εκείνο το ζευγάρι που αποφάσισε να μετακομίσει και που τελικά κανείς δεν έμαθε που πήγανε και πόσο ευτυχισμένοι ζήσανε.
Θα πρέπει να τα ξαναρίξω όλα στη γαμημένη την πεταλούδα. Εκείνη την πεταλούδα από τη θεωρία του χάους, η οποία με ένα πέταγμά της μπορεί να φέρει φουρτούνες, καταιγίδες και τσουνάμι. Γιατί όταν εγώ επέλεγα ένα τρόπο δράσης, τότε βρήκε η πεταλούδα να απλώσει τα φτερά της.
Παρόλο που χτες το βράδυ κάτω από τον έναστρο ουρανό το κορίτσι μου με συγκίνησε αφάνταστα όταν μου είπε ότι θα ήθελε να γυρίσει το ρολόι πίσω και να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή, σήμερα μου είπε ότι δε μπορεί με τίποτα να με εμπιστευτεί και πως της δημιουργώ ανασφάλεια.
Σήμερα λοιπόν νιώθω κι εγώ σαν κάποιος αθώος που αδίκως βρέθηκε ένοχος λόγω πρότερου ανέντιμου βίου.
Και μέσα από την πληγωμένη
καρδούλα μου εύχομαι στον αντίδικο και δικαστή μου να είναι καλά, να προσέχει τον εαυτό της και να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.
Κι έτσι μετά από πολύ καιρό, ένιωσα πάλι την ανάγκη να μπλογκάρω για κάτι προσωπικό. Ένιωσα την ανάγκη να δείξω δημοσίως ότι εννοούσα ότι έλεγα. Ότι είμαι κάτι παραπάνω από το ρεμάλι που διαβάζατε. Ότι θα μπορούσα να είμαι με μία. Απλα ίσως όχι τη συγκεκριμένη.
Άλλωστε όταν μας είδα να χάνουμε τη μπάλα της είχα πει ότι θα της γράψω κάτι, για να καταλάβει. Και ίσως κάποια στιγμή να το διαβάσει.