Στα σοκάκια γύρω από την Ομόνοια σταματάω για δύο σουβλάκια στα όρθια στη
Λειβαδιά. Με είχε προτοφέρει εδώ το παλιό μου αφεντικό. Η γρήγορη εξυπηρέτηση, το καλό ψήσιμο και το μαλακό κρέας είναι τρία σημεία που δύσκολα αντιγράφονται. Το δωρεάν απεριόριστο ψωμί που προσφέρεται σε όλους τους πελάτες είναι το τέταρτο.
Φεύγοντας, σκέφτομαι το παλιό αφεντικό και χαμογελάω καθώς θυμάμαι πως έλεγα ότι αυτουνού εγώ κάποτε θα του μοιάσω. Επαληθεύτηκα, αλλά ελπίζω πως θα αποφύγω να του μοιάσω και στην κοιλιά στα επόμενα 10 χρόνια.
Σε ένα μαγαζί με παλιομοδίτικα ρούχα είναι διαγώνια κολλημένες πολύχρωμες επιγραφές με το σύνθημα της εποχής: Εκπτώσεις. Τα ρούχα είναι πάμφθηνα αλλά το κατάστημα φαίνεται άδειο. Μια φίλη σχεδιάστρια μου είχε πει πόσο επηρρεάζουν οι Κινέζοι ακόμα και τη δική της δουλειά.
Κοιτάω το ρολόι μου και μπαίνω στο παμπάλαιο κτίριο πίσω από την Ομόνοια. Ήρθα 2 λεπτά νωρίτερα στο ραντεβού και έξω είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει. Χάνομαι κοιτώντας έναν τεράστιο πίνακα στην είσοδο του μεγάρου με κολλημένες τις διάφορες μπρούτζινες επιγραφές. Οι επτά όροφοι είναι γεμάτοι με δικηγόρους, συμβολαιογράφους και ναυτιλιακές εταιρίες.
Ο θυρωρός κάθεται έξω από το κτίριο και διαβάζει την εφημερίδα του. Του λέω ποιόν ψάχνω, με πληροφορεί πως το γραφείο του είναι στον τέταρτο.
Το ασανσέρ είναι ήδη στο ισόγειο. Μπαίνω μέσα και θυμίζω στον εαυτό μου πως πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν. Αυτό το ασανσέρ μπορεί να έχει κλείσει μια 50-ετία, ενώ το δικό μας χαλάει κάθε τρίμηνο, κι ας είναι από αυτά τα καινούρια που σου αναγγέλουν σε ποιόν όροφο σταματάνε με διαπεραστική φωνή σαν εκείνη στον ηλεκτρικό πριν τους Ολυμπιακούς που σε πληροφορούσε πως
Λόγω έργων, ο συρμός δεν κάνει στάση στο σταθμό Ταύρου.
Χτυπάω το κουδούνι στο γραφείο του δικηγόρου μου και βλέπω πως συστεγάζεται με άλλους τρεις. Ο Γιάννης είναι άνθρωπος λιτός, του αρέσει η καλοπέραση και η παρέα, αλλά δεν τρελλαίνεται για τα λεφτά. Από όσο τον ξέρω μου φαίνεται καλός άνθρωπος.
Του φέρνω να διαβάσει κάτι έγγραφα. Μου ανοίγει την πόρτα τη στιγμή που βγαίνει ο δικηγόρος από το διπλανό γραφείο του με την κόρη του ή την βοηθό του, ένα πραγματικό μελαχροινό κορίτσι της διπλανής πόρτας.
Αφου ανταλλάσουν κάποιες καλησπέρες και πωσπηγεηυπόθεσηπουλεγαμεκουβέντες, παρατηρώ πως ο Γιάννης φοράει κουστούμι, πουκάμισο με ιριδίζουσα κλωστή και μια τελείως παράταιρη γραβάτα. Στο δικαστήριο μάλλον οι δικαστές δίνουν βάση στο να φοράς κουστούμι, αλλά μάλλον δεν δίνουν ιδιαίτερη βάσει στις χρωματικές επιλογές.
Ανοίγω το φάκελο, του δείχνω τα έγγραφα - το λόγο για τον οποίο ήρθα.
- Τόσα πολλά; Τέτοια ώρα; Με σκοτώνεις.Τον καταλαβαίνω, αλλά κι αυτός καταλαβαίνει ότι δεν έχω πολύ χρόνο. Περνάμε στο γραφείο το, ξεχνάει να μου προσφέρει νερό.
- Κλείσε την πόρτα, έχω βάλει το air-condition για θέρμανση. Τα καλοριφέρ έχουν χαλάσει.Βλέπω αναμμένο έναν υπολογιστή.
- Μη μου πεις ότι έχεις και Internet; Αν το ήξερα, θα στα έστελνα με email.
- Μπα, μόνο για να παίζω μουσική και καμιά πασχέντζα τον έχω.Ο Γιάννης βάζει τα γυαλιά του και ρίχνεται στο διάβασμα και εχώ αρχίζω να παρατηρώ τις λεπτομέρειες. Το γραφείο είναι μικρό. Αν απλωθώ δε χωράει να ανοίξει η πόρτα. Οι τοίχοι έχουν διαφορετικό χρώμα ο καθένας, αλλά είναι γυμνοί από πίνακες και κάδρα.
Ο ένας έχει ενα παράθυρο -ξύλινο- που βλέπει στην απέναντι πολυκατοικία. Μια κυρία απλώνει στο μισοσκόταδο.
Ακούω τη μουσική που τόση ώρα παίζει σιγανά. Ευτυχώς τα ακούσματα του Γιάννη είναι πολύ ευχάριστα στο συνήθως ακατάδεκτο αυτί μου. Απαλή μελωδία με ιταλικά λόγια.
Ο Γιάννης αρχίζει να γυρνάει τις σελίδες καθώς εγώ κοιτάω τα έπιπλα. Όλα είναι καστανού χρώματος. Παρόλα αυτά, από τις διαφορές στη χρήση καταλαβαίνει κανείς πως έχουν αγοραστεί σε διαφορετικές περιόδους. Και οι αποχρώσεις δεν είναι οι ίδιες.
Οι καρέκλες του είναι βαριές ξύλινες και με αναπαυτικό δέρμα. Δεν είναι από εκείνες που είναι σχεδιασμένες επίτηδες ώστε να σου λένε φύγε.
Οι βιβλιοθήκες του είναι γεμάτες με βιβλία από Κώδικες. Τα περισσότερα βιβλία είναι χοντρά με χρυσά γράμματα στις ράχες τους. Η σχέση μου με το Δίκαιο περιοριζόταν στο να γνωρίζω πως υπάρχει Ποινικός και Αστικός Κώδικας, αλλά μάλλον υπάρχουν αρκετοί περισσότεροι. Κάποια βιβλία είναι καινούρια με εξώφυλλα σε παστέλ χρωματοσυνθέσεις.
Όμως αυτό που μου άρεσε πιο πολύ στο Δικηγορικό Γραφείο ήταν ακριβώς αυτό, το γραφείο. Είναι ένα σχετικά μοντέρνο έπιπλο στο οποίο δύσκολα θα μπορούσες να ανακαλύψεις το χρώμα του αν το κοιτούσες από πάνω, γιατί είναι γεμάτο με χίλια δυο πράγματα.
Μία στοίβα από κιτρινισμένους ταλαιπωρημένους φακέλους κάθεται στη μία γωνία, ενώ στην διαμετρικά αντίθετή της κάθονται κάποιοι ολοκαίνουριοι, άδειοι και ολόλευκοι έτοιμοι για χρήση, σαν αντίπαλοι σε ρινγκ.
Στο κέντρο, υπάρχει ένα ποτήρι νερού, άδειο αλλά ακόμα βρεγμένο. Πατάει πάνω σε ένα σουβέρ από αυτά τα παλιά που δεν ξέρεις αν είναι πλαστικό ή λαστιχένιο. Κάτω από το αγνώστου υλικού σουβέρ ξεπροβάλλει η μύτη ενώ κλειδιού, παρόλα αυτά το ποτήρι δε δείχνει να έχει προβλήματα σταθερότητας.
Προς τη μεριά μου υπάρχει μια ξύλινη τετράγωνη μολυβοθήκη, η οποία περιέχει κάθε λογής γραφική ύλη εκτός από μολύβι, και στο πλάι της κάθεται περήφανα ένα stand για δύο πένες. Ανάμεσα στις θήκες για τις πένες (ή τέλος πάντων τα στυλό που έχουν ιδιόμορφο σχήμα, αφού αμφιβάλω αν έχει γράψει κανείς κάτι με πένα εδώ μέσα, παρά την ηλικία του κτιρίου) υπάρχει ένα ύποπτο κενό, το οποίο μάλλον κάποτε στέγαζε κάποιο μεγάλο πάκο από πρόχειρα χαρτάκια, post-it της εποχής εκείνης.
Τώρα στο κενό αυτό κατοικεί ένας περίτενος χαρτοκόπτης, που έχει αρχίσει να σκουριάζει (πιθανή ένδειξη πως είναι επάργυρος) και τα δύο κινητά του Γιάννη. Το ένα επαρκώς μοντέρνο με έγχρωμη οθόνη, το άλλο αρκούντως πεπαλαιωμένο ώστε να μη θέλει κανείς να του το κλέψει ακόμα κι αν το ξεχάσει στην πλατεία Ομονοίας. Συνειδητοποιώ ότι μου έχει δώσει μόνο το ένα από τα δύο.
Από την ώρα που μπήκα δεν έχει αγγίξει την faux ιταλική του κούπα με τη λέξη
café (σε μια υπέροχη χειρόγραφη γραμματοσειρά). Από τη γωνία που κάθομαι δε βλέπω τον πάτο της, αλλά υποθέτω πως ο καφές έχει τελειώσει από ώρα.
Δυο μικρά ελάσματα που υποθέτω πως είναι ενωμένα από κάτω κρατάνε κάποιους σκισμένους φακέλους με λογαριασμούς (ένδειξη πως ο χαρτοφύλακας είναι όντως περιττός), ενώ παραδίπλα έχει δυο κλασικές ξύλινες σφραγιδες και μία αυτομελανώμενη.
Προς τη βιβλιοθήκη έχει κάποια εκτυπωμένα emails (άρα έχει email τελικά) τα οποία έχει στοιβάξει το ένα πάνω στο άλλο. Η κλεφτή μου ματιά καθώς έκανα ότι σηκώνομαι για να θαυμάσω τη θέα μου έδωσε την πληροφορία πως τα emails είναι του 2005 και πως η κυρία που άπλωνε έχει μπει τώρα στην κουζίνα της και καπνίζει κοιτώντας τηλεόραση.
Πεταμένα διάσπαρτα είναι δύο μικρά στοιβάκια από post-it notes, τα κλασικά κίτρινα τετράγωνα στο κλισέ μέγεθος του 10x10 και κάποια λαχανί φλούο σε σχήμα βέλους. Το πρώτα από τα λαχανί έχει πάνω του γραμμένα από κάτι ορνιθοσκαλίσματα, τα οποία θα ήταν αδύνατο να διαβάσω ακόμα κι αν δεν τα κοιτούσα ανάποδα, γιατί το μαρκαδοράκι έχει ποτίσει το χαρτί.
Μου κάνει τρομερή εντύπωση πως έχει ένα συνδετήρα πιο μεγάλο και από την παραμάνα της Liz Hurley, ο οποιος φαίνεται τελείως αχρησιμοποιήτος. Μπαίνω στον πειρασμό να τον πιάσω και να αρχίσω να τον στραβώνω, αλλά αντιστέκομαι.
Ο Γιάννης κουνάει το κεφάλι του και μονολογεί κάτι το οποίο δεν ακούω. Αν είναι σημαντικό θα μου το έλεγε δυνατότερα.
Έχει αρχίσει να σημειώνει κάτι στα συμβόλαια με ένα μολύβι με σπασπένη μύτη που έχει πολύ καιρό να δει ξύστρα. Υπογραμμίζει κάτι και το ξαναφήνει δίπλα στα δύο φυλλάδια που έχει για delivery φαγητού.
Συνεχίζω και επεξεργάζομαι το γραφείο του. Πάνω στο επιτραπέζιο κλασικό ημερολόγιο με τα 365 χαρτάκια δεν έχει σημειώσει τίποτα για σήμερα. Ούτε για χτες, από όσο βλέπω από την πίσω μεριά της γυρισμένης σελίδας.
Τον καλεί κάποιος, και ο Γιάννης του λέει πως θα τον πάρει σε λίγο. Σημειώνει το κινητού όπου βρει, πίσω από ένα κουπόνι αποστολής της ACS, και το βάζει μπροστά του για να το δει μετά, πάνω από μια αίτηση πιστωτικής κάρτας την οποία έχει χρωματίσει στα κατάλληλα σημεία με πράσινο highlighter, το οποίο το ίδιο δε το βλέπω πουθενά.
Μας διακόπτει κάποιος άλλος δικηγόρος που τον μπαίνει στο γραφείο για να τον χαιρετίσει. Γυρνάω, όχι τόσο για να συστηθώ ή να καλησπερίσω, αλλά για να μην του έχω πλάτη. Με τη γωνία του ματιού μου παρατηρώ τρεις γραββάτες πρόχειρα διπλωμένες στα τέσσερα σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης.
Τα λένε για λίγο και ο Γιάννης ξανακάθεται στην διευθυντική καρέκλα του. Ακουμπάει πάνω στο καρμπόν αφήνοντας -χωρίς να το καταλάβει- ένα μοναδικό παλαμοτύπωμα πάνω στις σελίδες που έχει ήδη διαβάσει.
Τελειώνει το διάβασμα και ξεκινάει να μου εξηγεί.