Μέρος δεύτερο: Ancona
Μετά από το σχόλιο με το γουρούνι όλοι είχαν επιβεβαιώσει τις αρχικές εντυπώσεις τους για το άτομό μου, κι έτσι βρέθηκα να πίνω την πρωινή μου ζεστή σοκολάτα στο κατάστρωμα και ο πιο κοντινός μου άνθρωπος ήταν ένας έρμος που δεν είχε προφανώς ενημερωθεί από τους υπόλοιπους για τη μούρλα που με διακατέχει και τόλμησε να μπει στην γκρίζα ζώνη.
Ο καημένος δεν κατάλαβε σε τι κίνδυνο έβαλε την ψυχολογική του ακεραιότητα, αλλά τον έσωσε η ανακοίνωση της Superfast πως το πλοίο πιάνει λιμάνι σε μια ώρα (η ίδια κοπέλα το ανακοίνωσε σε έξι γλώσσες με τρομερή προφορά, ήθελα να τη γνωρίσω αλλά τελικά το ξέχασα).
Κάπου εκεί αρχίσαμε να συγκεντρωνόμαστε όλοι στην καφέτερια του πλοίου, όλοι πρησμένοι από τον ύπνο. Άραξε το πλοίο, μπήκαμε στο πούλμαν, τσιμπήσαμε και μια ιταλοελληνίδα οδηγό που ήταν μέσα στο χαμόγελο και αρχίσαμε την τουρνέ. Ενώ ο δάσκαλος μας μιλούσε για αμπέλια, σταφύλια και ιταλικό κρασί, τα κοννέ είχανε ξεκινήσει στη γαλαρία του πούλμαν.
Οι εστιατοροξενοδόχοι γνωρίζανε τις θεούσες από την καλή και από την... καλύτερη. Εντάξει, δεν ήταν και ακριβώς θεούσες οι κοπέλες, αποφοιτήσασες θεολογίας ήταν. Και κάτι μου λέει πως τα κορίτσια πρέπει να είχαν πάρει ειδίκευση στο προπατορικό αμάρτημα.
Επισκεφθήκαμε λοιπόν το οινοποιείο Moroder, το οποίο μας κατέπληξε με τον εξοπλισμό του. Ή τέλος πάντων κατέπληξε εμένα που δε θα με χαλούσε να είχα 2.500 στρέμματα και να φτιάχνω κρασί το οποίο θα απολαμβάνω πάνω στο λόφο κοιτάζοντας τα αμπέλια μου.
Όντας οι περισσότεροι νέοι στο χώρο της οινογνωσίας, πολύ θέλαμε να δούμε, να μυρίσουμε και να δοκιμάσουμε τα κρασιά της οικογένειας Moroder. Και καθότι είχαμε μια πρωτοφανή δίψα για μάθηση, και μια που η επανάληψη είναι η μήτηρ της μεθύσεως, τους αφήσαμε να μας περιποιηθούνε.
Αφού λοιπόν μας τρατάρανε οι άνθρωποι λίγο κρασάκι, λίγο σαλαμάκι, λίγο τυράκι και λίγο ψωμάκι, και αφού εμείς τους δείξαμε το ούνα φάτσα, ούνα ράτσα μη αφήνοντας ούτε ψίχουλο, αγοράσαμε καμιά εκατοστή μπουκάλια από το κρασί τους και κατευθυνθήκαμε προς το Loreto, ένα μικρό χωριό έξω από την Ancona το οποίο φημίζεται για τη μαύρη Παναγία.
Έχοντας φάει τους ναούς της Ιταλίας με το κουτάλι, νομίζω πρέπει να αφιέρωσω γύρω στα 5 (μπορεί και 6) λεπτά στο να επισκεφθώ τη Black Madonna και μετά πήγα και προσκύνησα στον ιερό ναό της Πίτσας της ελεούσας (ελιά, προσουτο, cheddar και βασιλικό).
Επί τη ευκαιρία, επισκέφθηκα και το ξωκλήσι της Αγίας Τζελατερίας όπου καταθέτοντας τον οβολό των 1,70 ευρώ προς το φιλόπτωχο ταμείον τους, η καλή μελαχροινή ιέρεια μου προσέφερε ένα νηστίσιμο και παγωμένο έδεσμα με τρεις πολύχρωμες μπάλες.
Φυσικά καθότι προτιμώ να απολαμβάνω αργά το κάθετί φαγώσμο, εντός δεκαλέπτου είχα γεμίσει την κεντρική πλατεία από μικρές μικρές βούλες από παγωτό φουντούκι, φυστίκι και κεράσι. Περπατώντας στην πλατεία, είχα δημιουργήσει ένα φρουτοπαγωτένιο μονοπάτι πίσω μου.
Μετά ήρθε η ώρα της Ancona, της πόλης που (όπως μας πληροφόρησε η οδηγός με χαμόγελο της Colgate) ονομάστηκε έτσι από τους Έλληνες μιας άλλης εποχής επειδή είναι στο σημείο της Ιταλίας που μοιάζει ένα πραγματικό αγκώνα.
Ποτέ δεν την είχα σε υπόληψη την Ανκόνα, αλλά και τις άλλες 2 φορές που την είχα δει την πέρασα κάπως βιαστικά. Τώρα που είχα την ευκαιρία να αναμιχθώ με το πλήθος στη κεντρική οδό με όλα τα μαγαζιά, μπορώ να πω πως εκτίμησα τόσο τον... πληθυσμό της πόλης, όσο και την συμβολή της μόδας στην ιταλική κουλτούρα.
Και κάπου εκεί κάποιοι εξ' ημών γίνονανε πιο θρήσκοι στιγμιαία με το που είδανε το νυφοπάζαρο, καθώς ακούστηκαν κάποιες αναφωνήσεις όπως Παναγιά μου κάτι πιπίνια και Θεέ μου I love you!
Αφού λοιπόν επενδύσαμε μια 250αρού στους πολύ εξυπηρετικούς κυρίους της Sisley και άλλη μια κατοσταρού στις λιγότερο εξυπηρετικές αλλά περισσότερο εντυπωσιακές κυρίες της Benetton (λες και αυτοί οι οίκοι δεν υπάρχουν στην Ελλάδα), κατευθυνθήκαμε και στον Giacommo.
Ο Giacommo είναι ο μπακάλης με τα περισσότερα κεφάλια παρμεζάνας που έχω δει ποτέ μου. Έχει ένα μεγάλο μαγαζί γεμάτο κρασί, τυρί και αλλαντικά. Μπαίνεις μέσα και θέλεις να τα φας όλα. Λαχταριστα χοιρομέρια κρέμονται από τα τσιγκέλια δίπλα σε λουκάνικα και μαριναρισμένα speck rustico.
Αφού λοιπόν αγοράσαμε κάποια βρώσιμα σουβενίρ, από αυτά που σου σπάνε τη μύτη, μπήκαμε στο πλοίο της επιστροφής.
Ούτε φανταζόντουσαν οι υπόλοιποι τι όρεξη είχα για τη συνέχεια...
Σημείωση για όσους ήρθαν στην κρουαζιέρα και ανακάλυψαν το blog μου:
Οι φωτογραφίες είναι εδώ:
http://www.flickr.com/photos/59161254@N00/tags/winecruise
Αν έχετε κι άλλες στείλτε τις για να τις προσθέσω: g@GeorgeIsYourMan.com
Επιτυχημένο Instagram Marketing
Πριν από 4 χρόνια
1 σχόλιο:
Τι να πω... απλά σε ζηλεύω!!!
Δημοσίευση σχολίου