17.1.05

Φτωχομάνα

Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα.
Εσύ που βγάζεις τα καλύτερα παιδιά.


Πάω στη Θεσσαλονίκη και ηρεμώ ξανά. Βρίσκω τη γαλήνη μου. Βρίσκομαι με αγαπημένα μου πρόσωπα. Δεν χρειάζεται να βγω από το σπίτι.

Σε ένα σπίτι, όλη μέρα, με κρασάκι και παιχνίδι. Με την πυτζάμα, γιατί ο κύκλος είναι κλειστός και δε χρειάζεται να βάλεις τα καλά σου. Σε ξέρουν εδώ, κι από την καλή κι από την ανάποδη, χρόνια τώρα. Τη βγάζεις με πράγματα απλά που - για κάποιο λόγο που δεν κατανοείς - δύσκολα μπορείς να βρεις πλέον. Με το κινητό ανοιχτό μεν, αλλά παρατημένο σε μια γωνιά. Χωρίς κλειδιά, χωρίς πορτοφόλι, χωρίς να σε νοιάζει πού πάρκαρες το αμάξι.

Χωρίς τηλεόραση, αλλά με πολύ ραδιόφωνο. Βλέποντας φωτογραφίες από τα παλιά. Σχολιάζοντας τι έκανε ο ένας κι ο άλλος. Ξαναλέγοντας τις ίδιες ιστορίες μετά από τόσα χρόνια, τις οποίες είχες ξεχάσει και ακούγονταν σαν νέες. "Έλα ρε, δε μιλάς σοβαρά, πότε έγινε αυτό;" Είχες την ίδια αντίδραση τις άλλες δύο φορές που στο είπανε, αλλά απλά δε το θυμάσαι.

Κάποια πράγματα είναι θολά στη μνήμη σου και ίσως να μην ευθύνεται το κρασί. Αυτός με το μουσάκι είναι ο Λεωνίδας; Ή Σωκράτης; Κάτι αρχαίο τέλος πάντων. Και πού πήγε μετά; Σουηδία; Φινλανδία; Κάπου βόρεια πάντως. Και τι σπούδαζε είπαμε;

Και ξαφνικά, εκεί που όλα καλά κι ωραία, - ΑΜΑΝ - καταστροφή! Ψάχνεις επειγόντως το τηλέφωνο για να καλέσεις σε βοήθεια:

Παιδί, όπως φέρνεις τα σουβλάκια, φέρε και 6 ρετσίνες γιατί μας τελείωσε το κρασί. Ναι, στη γνωστή διεύθυνση. Ναι, αλάδωτες οι πίτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: