14.4.15

Εσύ είσαι κανονικός;

Δεν ξέρω πως ήταν το δικό σας social newsfeed τις τελευταίες μέρες, αλλά αυτό που είδα εγώ είχε πολλή ίντριγκα και αντιπαλότητα. Πολλά μικρά παιχνίδια εξουσίας.

Οι διαμάχες στο δικό μου newsfeed ξεκίνησαν με άθεους που τρολλάρανε τους Χριστιανούς γιατί πιστεύουν σε μια παράδοση 2.000 ετών χωρίς καμία ιδιαίτερη απόδειξη για τα πιστεύω τους.

Μετά το θέμα πήγε στον Αύγουστο Κορτώ ο οποίος πόσταρε μία φωτογραφία που φιλιέται με τον άνδρα του. Η φωτογραφία έγινε report από όσους θεωρούν τους gay ανωμαλία της φύσης ή τέλος πάντων δε γουστάρουν να βλέπουν δύο άνδρες να φιλιούνται, το facebook την έριξε προσωρινά και επανήλθε μετά από γενική κατακραυγή. Πάνω από 10.000 άνθρωποι κάνανε like και 150 κάνανε share. Οι περισσότεροι -αν κρίνω από τον κύκλο μου- straight που προτιμάνε να βλέπουν δύο άνδρες να φιλιούνται παρά μεγάλους άνδρες να λογοκρίνουν ό,τι δεν τους τους αρέσει.

Τι έγινε μετά; Α ναι, είχαμε όσους είχανε κάτι να πούνε για την κακομεταχείριση των ζώων το Πάσχα, αφού στα σφαγεία σε όλη τη χώρα γίνεται πανικός όπως κάθε χρόνο με κάνα εκατομμύριο αρνάκια να έχουν τραφεί προς δική μας βρώση σε μια ημέρα.

Εκεί κάπου μπήκαν από το παράθυρο οι vegetarians και οι vegans οι οποίοι προσπαθούσαν να δείξουν στο κοινό τους κινδύνους ή τη βαρβαρότητα της κρεατοφαγίας. Και μάλλον κέρδισαν μερίδα του κοινού την ημέρα του Πάσχα, αφού όλοι είδαμε πώς γεμίσαμε το newsfeed μας με ένα κιτς overload σουβλισμένων αρνιών σε διάφορα στάδια ψησίματος ήταν κομματάκι πολύ.

Και προς το τέλος τι είχαμε; Είχαμε ένα μικρό ξέσπασμα από όσους κατακρίνανε εκείνους που θρηνούσανε το θάνατο ή και τον τραυματισμό των θυμάτων από τα βεγγαλικά, υπαινισσόμενοι πως καθένας που θέτει τον εαυτό του ή άλλους σε κίνδυνο για τη σωματική τους ακεραιότητας αξίζει αυτό που έπαθε.

Και φυσικά καθ' όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής είχαμε διάφορες αντιδράσεις για τους χειρισμούς της κυβέρνησης για το θέμα της εθνικής οικονομίας, για το θέμα του διορισμου των «δικών τους» και άλλα τέτοια τα οποία βλέπουμε στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση και μετά.

Αν και συμμετείχα σε αρκετές από αυτές τις συζητήσεις είτε ξεκινώντας τες είτε σχολιάζοντας, εδώ θέλω να σχολιάσω σαν ουδέτερος παρατηρητής, γι αυτό θα μου επιτρέψετε να μην αποκαλύψω στο τι από τα παραπάνω με άγγιξε, παρά μόνο να εστιάσω στο τι βλέπω επακολούθως.

Και αυτό ήταν μόνο ένα μικρό δείγμα από το είδα και συγκράτησα από τις τελευταίες μέρες με το δικό μου κύκλο φίλων.

Αν το πιάσουμε πιο γενικά, μπορούμε να συμπεριλάβουμε και άλλους σε αυτές τις διαμάχες.

Φυσικά θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε όσους θεωρούν τη δική τους φυλή ή εθνικότητα ανώτερη των άλλων και θέλουν την πατρίδα τους για πάρτη τους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Μπορούμε να συμπεριλάβουμε όσους είναι καλοί στο γραπτό λόγο και τρολλάρουν όσους είναι ανορθόγραφοι.

Μπορούμε να βάλουμε όσες -συνήθως γυναίκες- γίνονται δέκτες σε κάποιο πέσιμο ανδρών, όπως πιθανόν να το λάβαναν και σε κάποιο μπαρ, αλλά το δημοσιεύουν με screenshots.

Ή θα μπορούσαμε να προσθέσουμε όσους έχουν μια γενικά καλή αντίληψη για το πώς λειτουργεί ο κόσμος και τρολλάρουν groups όπως κάποιες μαμάδες που δεν ξέρουν αν πρέπει να θηλάσουν τα μωρά τους ενώ έχουν περίοδο και άλλα τέτοια περίεργα.

Και σε όλο αυτό, ξέρεις τι βλέπω εγώ;

Βλέπω ανθρώπους που με κάποιον τρόπο ανήκουν σε κάποια μειονότητα κάθε είδους να προσπαθούν να ακουστούν, να προσπαθούν να συνετήσουν τους υπόλοιπους ώστε να ασπαστούν το δικό τους πιστεύω ή να αναδείξουν τα λάθη στη σκέψη του άλλου.

Να πούνε «αυτό είναι λάθος, εγώ θα σας πω το σωστό».

Δεν παίζει ρόλο αν ο άλλος είναι καλός σε δέκα άλλα πράγματα, αν προσφέρει στην ανθρωπότητα με το συνολικό του έργο. Αυτό που θα μετρήσει εκεί είναι το πόσο λάθος κάνει σε αυτό που έχει αναρτήσει.

Όσο εγωκεντρικό κι αν ακούγεται, έτσι λειτουργούσαμε πάντα, απλά στα social media τα πράγματα είναι κάποιες φορές λίγο πιο φανερά.

Την ίδια στιγμή όμως δε μπορώ παρά να θέσω ένα θεωρητικό ερώτημα:

Έστω ότι εγώ δεν ανήκω σε καμία μειονότητα, γιατί δε θέλω να διαφέρω.

Θέλω να είμαι σωστός σε όλα: στη φάτσα, στη ράτσα, στο σεξ, στο τεξ-μεξ, στο πέσιμο, στο χέσιμο, στο δώσιμο, στο χώσιμο. Σε όλα θέλω να είμαι κανονικός. Δηλαδή θέλω να ανήκω στo group με τους περισσότερους, θέλω να μην είμαι διαφορετικός.

Αν λοιπόν εγώ δεν είμαι ούτε άθεος, ούτε vegetarian, ούτε gay, ούτε πολύ αριστερός, ούτε πολύ δεξιός, που δεν κλέβω ούτε το κράτος, ούτε τον ιδιώτη, δεν είμαι ξένος και δεν πάω και τους ξένους, ούτε κάνω ποτέ καμία μαλακία, ούτε παίρνω κανένα ρίσκο, ούτε είμαι ανορθόγραφος, τότε πού ανήκω;

Όταν τα κάνω όλα όπως οι περισσότεροι, τότε εξακολουθώ να ανήκω στην πλειονότητα; 

Ή τελικά ανήκω σε μια μοναδική δική μου μειονότητα, μικρότερη σε αριθμό από τις περισσότερες προαναφερθείσες, γιατί με κάθε νέο κριτήριο αφαιρούνται και περισσότεροι από το σύνολο στο οποίο ανήκω;

Και αν ανήκω τελικά ανήκω κι εγώ σε μία μειονότητα, το δικό μου το μέρος τελικά ποιος θα το πάρει; Τη δική μου τη μεινότητα ποιος θα την υπερασπιστεί;

16.1.13

Μαθήματα Ζωής #4: Πίστη

Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία και η πίστη σε οποιαδήποτε θρησκεία ή άλλο μεταφυσικό γεγονός (φαντάσματα, μέντιουμ, ouija board) ουσιαστικά είναι μιας μορφής πίστη.

Ο συνδυασμός του ότι:

  • ο εγκέφαλος μας δεν έχει τη νοητική δυνατότητα να αντιληφθεί το πώς μπορεί να είναι όταν αυτός πεθαίνει, με τον ίδιο τρόπο που δε μπορεί να αντιληφθεί διαστάσεις πέρα τις κλασικές τέσσερις: μήκος, πλάτος, ύψος, χρόνος
  • έχουμε την ανάγκη να δώσουμε νόημα στην ύπαρξή μας (με τον ίδιο τρόπο που πάντα προσπαθούμε να βγάλουμε νόημα σε κάθε είδους patterns, γιατί απλά έτσι λειτουργούμε) και έτσι πιστεύουμε πως υπάρχει κάτι εκεί έξω στο οποίο μπορούμε πάντα να ελπίζουμε
γεννάει την ανάγκη για πίστη σε θρησκείες, πίστη σε ένα afterlife και ό,τι άλλο.

(Όλο αυτό ήταν μία πρόταση, ξαναδιαβάστε το αν νιώσετε την ανάγκη)


Προσωπικά, δεν πείθομαι, αλλά κατανοώ την ανάγκη των ανθρώπων να νιώσουν πως υπάρχει κάτι εκεί έξω που τους βοηθάει και το οποίο θα φέρουν πιο κοντά τους αν το προσωποιήσουν.

Αν σήμερα είμαι εγώ και ένα 10% του πληθυσμού της Γης είμαστε άθεοι, τότε με την πρόοδο της επιστήμης, αυτό αύριο θα είναι στο 20% και σύντομα θα είναι η πλειοψηφία. Όχι επειδή θα πειστούν άνθρωποι που πιστεύουν σε καποιο θεό (Τι; Να αλλαξοπιστίσουν και να πάνε στην κόλαση; Ποτέ!), αλλά γιατί οι νέοι άνθρωποι που γεννιούνται απλά θα πιστεύουν ολοένα και περισσότερο σε γεγονότα. 

Πρώτος θα είναι ο Χριστιανισμός, κυρίως λόγω υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου στην Ευρώπη σε συνδυασμό με την προοδευτικότητα των απόψεων. Άλλωστε γι αυτό και κάποιες χώρες έχουν πάνω από 20% αθεϊσμό

Άλλωστε, τα περισσότερα που κυρρήτει ο Χριστιανισμός είναι τόσο απαρχαιωμένα και προ πολλού ξεπερασμένα, πού ούτως ή άλλως υπάρχουν τόσα στοιχεία τα οποία δεν πιστεύουν οι Χριστιανοί, αλλά δυστυχώς για το Χριστιανισμό scripta manent, άρα θα δυσκολευτούν να αλλάξουν αυτό που λένε ότι πιστεύουνε μετά από κάποια χρόνια. 

Προσωπικά, αν ήμουν Χριστιανικός ηγέτης θα κοιτούσα να άλλαζα το πως πλασάρω το προϊόν μου υιοθετώντας κάποιες νέες ιδέες που κάνουν τη θρησκεία μου να ακούγεται λιγότερο «εκτός τόπου και χρόνου», όπως τα 12 σημεία του αιδεσιμότατου Prong, ο οποίος εκσυγχρονίζει τη θρησκεία λέγοντας πως τα περισσότερα από τα πράγματα που κυρρήτει απλά δεν υπάρχουν.

Πετάει λοιπόν τα περιττά παλιά έθιμα και κρατάει την ουσία: την ανάγκη για Πίστη σε κάτι. Και αυτό δε θα σταματήσει να υπάρχει ποτέ.

Αντίθετα,  βλέπω τις θρησκείες να πεθαίνουν και σύντομα (δηλ. σε κάποιο μικρό αριθμό γενεών από τη δική μας). Με τον ίδιο τρόπο που πέθαναν οι παλιές, κυρίως πολυθεϊστικές, θρησκείες και άνοιξαν το δρόμο για τις σημερινές μονοθεϊστικές θρησκείες, τώρα βλέπω αυτές να πεθαίνουν και να υιοθετεί ο κόσμος μια Πίστη με γνώμονα την επιστημονική γνώση και το πόσα μπορεί αυτή να φέρει.

Και αυτό, ναι, θα είναι πραγματικός Διαφωτισμός.


 

9.1.13

Μαθήματα Ζωής #3: Being special

Αν ρωτήσετε τη μάνα μου, θα δείτε ότι δεν υπάρχει πιο special άνθρωπος από μένα.

Από μικρή ηλικία φαινόταν το ότι δεν είμαι ένας κοινός άνθρωπος. Με πόση ευκολία άρχισα να διαβάζω λέξεις αντί για συλλαβές, το πόσο γρήγορα περπάτησα, το δέκα με τόνο που έπαιρνα συνέχεια σε όλη την πρωτη δημοτικού αλλά και το πόσο θαραλλέα αντιμετώπισα τα ράμματα που έκανα στο γόνατό μου κλαίγοντας μόνο για δύο ώρες όταν ήμουν 7 χρονών είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνο για το ανθρώπινο αυτό θαύμα που η μάνα μου έχει την τύχη να αποκαλεί γιό της.

Ναι ε;

Σκεφτείτε δυο ανθρώπους που αγαπιούνται και κάνουνε ένα παιδί. Το μεγαλώνουνε και του δείχνουν την αγάπη τους. Το στηρίζουν και μέσα από την αγάπη τους του δείχνουν πως αξίζει το καλύτερο.

Γι αυτό άλλωστε και υπάρχουν οικογένειες.

Fast forward κάνα-δυο δεκαετίες μετά, το παιδί αυτό έχει μεγαλώσει, έχει βγει έξω στον κόσμο και εκεί δεν έχει μαμά και μπαμπά. Πρέπει να αποδείξει την αξία του σε δυνητικό εργοδότη, δυνητικό σύντροφο, δυνητικούς φίλους (πρόσωπα τα οποία θα βρίσκονται μαζί του για πάντα ή απλά για κάποιους μήνες, ανάλογα με τη φάση).

Και εκεί είναι που συνήθως γίνεται η μαλακία.

Αυτή η διαφορά του πόσο τον έχουν φροντίσει μέσα στον οικογενειακό κύκλο, σε αντίθεση με το πόσο ανώνυμος είναι στο πλήθος είναι αυτό που μπορεί να δώσει έδαφος σε διάφορα συναισθήματα, συνήθως όχι και τόσο θετικά:

Φόβο για το μέλλον. Αγανάκτηση ή θυμό για την αλλαγή της κατάστασης. Ανασφάλεια.

Οπότε τελικά, πόσο ωφελεί το pampering την πλειοψηφία των ανθρώπων αν με το που σταματάνε να το έχουν, αρχίζουν να αναπτύσσουν αρνητικά συναισθήματα;

Ίσως, από αυτή την άποψη, όσοι δεν ένιωσαν αρκετή γονική αγάπη να έχουν καλύτερες ελπίδες για το μέλλον.

2.1.13

Μαθήματα Ζωής #2: Γιορτές

Με βλέπετε που δεν ευχήθηκα χρόνια πολλά;

Υπάρχει λόγος γι αυτό. Δεν είναι ότι είμαι μίζερος και κακός, αλλά το ότι έχω αποφασίσει να βάζω ένα όριο στην διαιώνιση εθίμων που φαίνονται να γιορτάζουν το τίποτα το συγκεκριμένο.

Να εξηγήσω τι εννοώ.

Το να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τις γιορτές μας, τα γενέθλιά μας είναι μια κοινωνική φόρμα στην οποία έχουμε επιλέξει οι περισσότεροι συλλογικά να συμμετέχουμε.

Για τους περισσότερους είναι ένας λόγος για να ξεφεύγουν από τη ρουτίνα τους, να έχουν κάτι να προσδοκούν (κυρίως όταν είναι παιδιά και ξέρουνε ότι θα πάρουν δώρα τα οποία δε θα μπορούσαν να αγοράσουν μόνοι τους).

Ως concept, τα γενέθλια τα πετυχαίνουμε πρώτα στην αρχαία Ρώμη, όπου οι Ρωμαίοι διοργάνωναν όργια για να γιορτάσουν το +1 στην ηλικία τους. Και αντίστοιχα, οι Χριστιανοί δεν γιόρταζαν τα γενέθλιά τους γιατί θεωρούσαν τον εορτασμό αυτό ως παγανιστικό έθιμο. Ομοίως δεν γιόρταζαν τα γενέθλια του Χριστού (Χριστούγεννα) μέχρι τον 4ο αιώνα που ο Χριστιανισμός υιοθέτησε πολλά διάφορα παγανιστικά έθιμα προκειμένου να αποκτήσει πιστούς και να κάνει πιο εύκολη τη μετάβαση από μια θρησκεία που πέθαινε σε μια νέα που από καιρό ψηνόταν να κατακτήσει στην Ευρώπη.

Όπως έλεγα λοιπόν, όλοι αυτοί οι εορτασμοί που είναι δεμένοι σε κάποιο ημερολογιακό έθιμο είναι -για μένα- πολύ τυπικοί. Εγώ μπορεί να έχω τις μαύρες μου τη μερα που θυμάμαι πως μεγαλώνω. Ή μπορεί να μη θέλω να μοιραστώ τη μέρα εορτασμού μου με άλλο 1 εκατομμύριο Γιώργηδες.

Προτιμώ τους προσωπικούς εορτασμούς: Αυτούς που εγώ θα αποφασίσω πότε θα τους γιορτάσω, αυτούς που συνδέονται με κάποια δική μου προσωπική ευτυχισμένη ή επιτυχημένη στιγμή, αυτούς που θα επιλέξω πόσοι θα τη γνωρίζουν και πόσοι όχι.

Σίγουρα, αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των εμπορικών καταστημάτων.

Πολλά καταστήματα περιμένουν κάποιες γιορτές για να δουλέψουν, ονομαστικές ή άλλες. Και πολύς κόσμος δεν έχει ίσως πολλές πραγματικές ευκαιρίες για να χαρεί στη ζωή του γι αυτό και επιλέγει να συμμετέχει στον κοινωνικό κομφορμισμό των ονομαστικών εορτών, των γενεθλίων, των θρησκευτικών γιορτών.

Ή απλά δεν σκέφτηκε ποτέ πόσα από τα πράγματα με τα οποία μεγαλώνουμε είναι απλά optional το κατά πόσο θέλουμε να τους δώσουμε βαρύτητα μετά ως σκεπτόμενοι ενήλικες...


29.12.12

Μαθήματα Ζωής #1: Confirmation Bias

«ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα»

Λατρεμένο για χιλιετίες. Ο Σωκράτης εξομολογείται την ανθρώπινη φύση του, το ότι είναι ένας κόκκος σκόνης στο άπειρο και το αέναο του Σύμπαντος. Ό,τι κι αν γνωρίζει είναι απλά κάτι τόσο μα τόσο μικρό που είναι ασήμαντο.

Η πρόταση έχει αυτό το καλό, πως μπορείς να πεις ότι συμφωνείς αλλά παράλληλα να προσπαθήσεις να αποκτήσεις γνώση για κάτι. Απλά αυτό το κάτι θα είναι πολύ μικρό και ασήμαντο.

Παρόλα αυτά θα προσπαθήσω να καταγράψω αυτή τη γνώση με μια νέα σειρά αναρτήσεων να μοιραστώ τι μου έχει διδάξει η ζωή μου so far. Δεν το κάνω για εσάς. Το κάνω για εμένα.

Το κάνω για να τα θυμηθώ, να τα κρατήσω και μετά από χρόνια να χαμογελάω στοϊκά καθώς τα ξαναδιαβάζω, πιθανώς χαρούμενος που κάποια στιγμή ψάχτηκα ή απλά κουνώντας το κεφάλι συγκαταβατικά για τις μαλακίες που έγραφα, όπως κάνω τώρα με τα παλιά μου κείμενα.

Και αυτό ίσως είναι ένα πρώτο μάθημα: Ο χρόνος είναι ο απόλυτος κριτής.

Εμείς, αντίθετα, είμαστε πάρα πολύ κακοί κριτές για τα περισσότερα πράγματα. Πόσες φορές θεωρούμε πως γνωρίζουμε κάτι τόσο καλά που μπορούμε να προβλέψουμε όλους τους παράγοντες και θεωρούμε πως ξέρουμε ακριβώς τι θα γίνει;


Πόσες φορές έχουμε πει «να με ακούς εμένα, ξέρω τι σου λέω» ή το «ρε φίλε, πάντα μέσα πέφτει η πουτάνα η τάδε σε αυτό το θέμα»;

Ε όχι λοιπόν, φίλε μου, δεν πέφτει πάντα μέσα. Αν έπεφτε πάντα μέσα θα είχε κάνει καριέρα σε αυτό το κάτι και θα είχε μοναδική φήμη.

Αυτό είναι το confirmation bias. Συμβαίνει όποτε κοιτάμε τις προβλέψεις που είχαμε κάνει αλλά θυμόμαστε μόνο όσες έχουν βγει αληθινές. Τις άλλες φορές που πέσαμε έξω τις αγνοούμε.

Μη νομίζεις ότι δεν ισχύει για σένα. Γράψε όλες σου τις προβλέψεις σε ένα χαρτί ακριβώς οπως πιστεύεις ότι θα συμβούνε και μετά εξέτασε πόσες βγήκαν αληθινές μέσα στο διάστημα που είχες προβλέψει. Και έλα μετά πες μου αν η κάθε προβλέψή σου ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές βάσει των πληροφοριών που είχες και τίποτα παραπάνω.

Γιατί το κάνουμε; Επειδή έτσι έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε. Το confirmation bias είναι ένας μηχανισμός που μας επιτρέπει να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας:
Μπορεί να μην έχω [ομορφιά / εξυπνάδα / λεφτά / φίλους / την υγεία μου] αλλά είμαι σωστός σε αυτό κι αυτό.

Το confirmation bias επηρεάζει πάρα πολύ βαθιά το σύστημα αξιών μας καθώς επιβεβαιώνει τον τρόπο σκέψης μας. Το μάθημα, για όσους ενδιαφέρεται, συνεχίζεται στη Wikipedia.


Στο μεταξύ επιτρέψτε μου ένα λινκάκι στον Mikeius, τη #1 περσόνα κάφρου στην Ελλάδα. Και λέω περσόνα γιατί προφανώς δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα το παιδί. Αυτό που εκτιμώ όμως περισσότερο είναι αυτό που κάνει τώρα, αξιοποιώντας τη φήμη του από το Φάε Ένα Μαλάκα και το ΜΠΡΑΦ στο να φτιάξει κάτι σοβαρό όπως το Σκεπτικός Κάφρος στο οποίο εξηγεί κάθε θεωρία συνομωσίας.

27.4.12

Η τζουτζούκα μου...


Άργησα να ξυπνήσω το πρωί. Ξενύχτησα δουλεύοντας μετά από μια βόλτα για τη γιορτή μου. Με ξύπνησε το τηλέφωνο.

«Ακόμα κοιμάσαι; Πού τις θέλεις τις καινούριες καρέκλες; Είναι το φορτηγό εδώ.» Απάντησα κάτι σε άπταιστα αγουροξυπνημέικα.

Ανοίγω τον υπολογιστή. Άπειρα μηνύματα με ευχές στα οποία πρέπει να απαντήσω. Θα το κάνω σήμερα, δεν υπάρχει περίπτωση. Και τα πρώτα πρωινά emails. Ευτυχώς δε χρειάζομαι καφέ για να λειτουργήσω το πρωί.

Στο καπάκι, ένα τηλέφωνημα με request από ένα πελάτη. Ανοίγω notepad και σημειώνω τις λεπτομέρειες. Μπορεί να λειτουργώ χωρίς καφέ, αλλά από μνήμη είμαι χρυσόψαρο.

Ήμουν κάπου στην 6η γραμμή των σημειώσεων και στο τέταρτο λεπτό του τηλεφωνήματος, όταν έσκασε το τηλεφώνημα από τη θεία μου, την αδερφή της μητέρας μου.

Δεν απάντώ γιατί μιλάω. Η δουλειά πρώτα. Επιμένει. Το ίδιο κι εγώ.

Ένα λεπτό μετά, εν μέσω του τηλεφωνήματος ακούγεται ο ήχος του μηνύματος στα ακουστικά μου. Πιάνω το κινητό και το διαβάζω: «Έφυγε η γιαγιά».

Στιγμιαία ήλπιζα ότι εννοούσε ότι έφυγε από το σπίτι να πάει κάπου. Συνέχισα το τηλεφώνημα κανονικά: «Και αυτό σε τι διαστάσεις το θέλουμε; Σίγουρα; Προδιαγραφές έχουμε;»

Με το πού έκλεισα κάλεσα τη θεία μου:

«Τώρα, πριν λίγο έγινε. Πολύ ξαφνικό. Πριν μισή ώρα ήταν καλά, μας μιλούσε. Θα έρθεις;»

Σε μισή ώρα ήμουν εκεί.

Πρώτος άνθρωπος που είδα, ο θείος Μιχάλης. Ήταν κάτω και περίμενε το γιατρό για να πιστοποιήσει το θάνατο: «Ζωή σε λόγου μας, Γιώργο μου.»

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο θάνατος της γιαγιάς απλά μια πληροφορία. Bits & bytes μέσα σε ένα σκληρό δίσκο.

Είχα κλειδιά, αλλά μου φάνηκε καλύτερο να χτυπήσω το κουδούνι της εξώπορτας. Μου ανοίξανε χωρίς να ρωτήσουν.

Ανέβαινα στον τέταρτο όροφο πάντα με τα σκαλιά. Ήταν γιατί συνήθως έβλεπα τη γιαγιά τα Σαββατοκύριακα που ήμουν πιο χαλαρός κι ανάλαφρος.
Έτσι και τώρα. Αλλά τώρα κάθε βήμα ήταν πιο βαρύ από το προηγούμενο. Κάθε σκαλοπάτι απείχε περισσότερο από το επόμενο. Με κάθε βήμα και μια σκέψη, ανάμνηση.

Σταμάτησα τον τρίτο. Βαθιές ανάσες. Άλλος ένας όροφος για να μπω σε μια άλλη πραγματικότητα, εκεί που η γιαγιά πλέον δεν υπάρχει.

Φτάνω στην πόρτα. Είναι λίγο ανοιχτή, αλλά δεν είναι κανείς εκεί. Μπήκα μέσα. Πλήρης ησυχία. Κανείς στο σαλόνι.

Ο παππούς είναι μόνος στην κουζίνα για να πιεί ένα ποτήρι νερό. Κάνει μηχανικές κινήσεις, κοιτώντας τον τοιχο. Με βλέπει.

Τον παίρνω αγκαλιά. «Η γιαγιά...» πρόλαβε να μου πει πριν χάσει τα λόγια του. Η γιαγιά ήταν ο μοναδικός του έρωτας. Εξήντα χρόνια μαζί φέτος.

Πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα. Η κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς ήταν το παλιό μου δωμάτιο. Εκεί που έμεινα για χρόνια μέχρι να ορθοποδήσω.

Είναι εκεί, γαλήνια. Οι θείες μου είναι μαζί της και της κρατάνε παρέα. Με αγκάλιαζουν μία-μία.

Μιλάμε ψιθυριστά για να μη την ξυπνήσουμε. Φαίνεται πραγματικά σα να κοιμάται. Πάω κοντά της και γονατίζω δίπλα στο κρεβάτι.

Κοιτά λίγο το χώρο από τη δική της οπτική γωνία. Μεγάλος χώρος. Ένα κεράκι αναμμένο και μια αγιογραφία. Απέναντί της, δίπλα στην τηλεόραση ένα τεράστιο κολλάζ με φωτογραφίες μου. Μου είχε ζητήσει να το κρατήσει.

Την κοιτάω, τη φιλάω, κλείνω τα μάτια και μένω εκεί.

Εδώ και καιρό τη φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Πότε θα είναι; Πώς θα είναι;

Και να που η στιγμή ήρθε!

Ο θάνατος είναι ένα τόσο μεγάλο ταμπού που είχα μεγάλο τρόμο για τις λεπτομέρειες αυτής ακριβώς της στιγμής. Εγώ και η γιαγιά μου μαζί, αλλα όχι ακριβώς.

Έμεινα δίπλα της. Κεφάλι σκυμμένο. Η στιγμή με συνεπαίρνει.

Μια στιγμή. Τόσο μου πήρε με κλειστά τα μάτια δίπλα της να θυμηθώ τα πάντα. Αυτά που είχα για δεδομένα, αυτά που μου προσέφερε σιωπηλά, διακριτικά.

Από τότε που γεννήθηκα και με κρατούσε για να δουλεύουν ή να βγαίνουν οι γονείς μου μέχρι τώρα που ήταν εκεί όποτε χρειαζόμουν το παραμικρό.

Κι εγώ; Ο πάντα πολυάσχολος εγγονός που είχε χρόνο μόνο κάποιες φορές τα Σαββατοκύριακα.

Θυμάμαι τα χρόνια που με μεγάλωσε όταν είχαν χωρίσει οι δικοί μου. Δε με καταλάβαινε. Τι ήθελα, τι έλεγα, πώς περνούσα το χρόνο μου. Χάσμα γενεών κομματάκι μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα.

Εκείνη και ο παππούς δε βγαίνανε σχεδόν ποτέ από το σπίτι. Έχοντας περάσει πάρα πολύ δύσκολα χρόνια κατά τα οποία το να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό στο σπίτι ήταν ευλογία, έκαναν τα πάντα για να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά τους. Δεν πήραν ποτέ τίποτα για τον εαυτό τους, παρά μόνο για τα παιδιά τους.

Με τον καιρό, η γιαγιά φρόντιζε ολοένα και για περισσότερα. Σπίτι, φαγητό, εξτρά χαρτζηλίκι που μετά κόπων είχε βγάλει. Και όσο μεγάλωνα, τόσο η γιαγιά επένδυε στο μονάκριβο εγγόνι της για σπουδές, για έξοδα, για ζωή.

Όταν βρήκα την πρώτη μου δουλειά πλήρους απασχόλησης και πήρα για πρώτη φορά τα πάνω μου στα οικονομικά, της είπα ότι δε χρειάζεται άλλο να βοηθάει. Αλλά εκείνη ήξερε πως ο καιρός έχει γυρίσματα και έβαζε κάτι στην άκρη.

«Να υπάρχει κάτι για τις δύσκολες μέρες...» μου έλεγε.

Και έτσι, όταν ένα πρωί μας ανακοίνωσαν πως η εταιρεία στην οποία δουλεύαμε κλείνει και πως εκείνη θα ήταν η τελευταία μας μέρα, ενώ εγώ είχα δύο δάνεια που τρέχανε, η γιαγιά ήρθε και έσωσε τη μέρα.

Την έσωσε με οικονομίες που εκείνη είχε δουλέψει για να βάλει στην άκρη. Που εκείνη είχε μαζέψει μέσα από δικές της στερήσεις.

Και όταν γύρισα με σπασμένα τα φτερά στην Ελλάδα, εκείνη με περιμάζεψε. Με ξανασπίτωσε. Πόσο περίεργα ένιωθα στα 24 μου που θα έπρεπε να ξαναγυρίσω στο οικογενειακό σπίτι. Και πόσο καλό μου έκανε χωρίς να μπορώ τότε να το καταλάβω...

Και μετά, όταν ξεπλήρωσα τα δάνεια μου με τη βοήθεια της γιαγιάς και της είπα πως ήθελα να πάρω ένα σπίτι δικό μου, ποιά ήταν εκείνη που λυπόταν πως θα με έχανε από την καθημερινότητά της αλλά παρόλα αυτά με βοήθησε για να πάρω το σπίτι μου;

Ναι, ήταν εκείνη.

Όλα αυτά σκεφτόμουν και δεν ξέρω πόσα λεπτά περάσαν ενώ είχα τα μάτια κλειστά.

Δεν ξέρω γιατί φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι νόμιζα.

Εγώ είμαι πλημμυρισμένος από αγάπη. Αγάπη που έχω ακόμα να της δώσω. Τζουτζούκα, σ’ αγαπάω.

Αφανή μου ήρωα στο ταινιάκι της ζωής μου, σ’ευχαριστώ.

23.3.12

Books & Games

Αποφάσισα να χρησιμοποιώ περισσότερο το guest room στο σπίτι μου, με κάθε ευκαιρία.

Είναι ένας χώρος στον οποίο μπορώ να κάνω focus σε άλλα πράγματα. Έχει ένα μικρό καναπεδάκι-κρεβάτι ikea που έχει κοιμήσει φίλους που υπήρξαν ασθενείς, οδοιπόροι και ενίοτε αρκετά πιωμένοι για να γυρίσουν σπίτι τους.

Είναι πιο απομονωμένο από το υπόλοιπο σπίτι με ένα πολύ φωτεινό παράθυρο. Το φως του ήλιου πέφτει πάνω στα επιμελλώς ερριμέννα αντικείμενα που φιλοξενούνται στις άκρες του δωματίου. Η βιβλιοθήκη που είχα όταν ήμουν μαθητής έχει πάνω της αρκουδάκια, ψάθινα καπέλα, κορνίζες, πλαισιωμένα πόστερ, αξεσουάρ για οινόφιλους, παλιές συλλογές με σκονισμένα CDs. Και αρκετά παιχνίδια και βιβλία από τα τελευταία δέκα χρόνια.

Τα κοιτάζω και μου φέρνουν πισω αναμνήσεις. Ποιός μου έφερε το βιβλίο με τις σοκολατοσυνταγές και ποιός το coffe table book με τα καλύτερα ιδιωτικά νησιά απ' όλο τον κόσμο; Σε ποιόν δάνεισα εκείνο το CD που λείπει από τη συλλογή με τις μπαλάντες μετά το πάρτυ του '94; Γιατί τελικά δεν έγινα προγραμματιστής με τόσα τεχνικά βιβλία εδώ μέσα; Με ποιούς φίλους μαζευόμασταν για να παίξουμε Pictionary και ποιός ήταν καλύτερος στο Trivial Pursuit;

Σκεφτόμουν τόσα πολλά και ανθρώπους τους οποίους φυσικά ήθελα να έχω ακόμα στη ζωή μου, μόνο που για κάποιο λόγο, πολλές φορές λόγω της στιγμής, απλά χαλάρωσε τόσο πολύ ο δεσμός που μετά χάθηκε.

Και ενώ τότε ήταν η στιγμή αυτή που μπορούσε να επιβληθεί με τα επίμονα θέλω της, τώρα σοφότερος, βλέπω ότι έπρεπε να αντισταθώ στα καπρίτσια της. Αν μη τι άλλο να είμαι εκείνος που προσπάθησε να επικοινωνήσει τελευταίος. Εκείνος που έδωσε την ευκαιρία ακόμη μία φορά.

Κι αν κι εσύ είσαι στην άλλη άκρη μιας τέτοιας επικοινωνίας και μια Παρασκευή χαλαρώσεις καθώς βγάζεις τα παπούτσια ενώ προσπαθείς να αποφασίσεις μεταξύ εξόδου ή χαλαρής φόρμας στο σπίτι με ένα ποτήρι κρασί, είτε θα βρεις το χρόνο να αναθερμάνεις μια δική σου επαφή ή κάποια στιγμή απλά θα δεις κάτι που θα θυμίζει αμυδρά ένα φίλο από τα παλιά...