29.12.12

Μαθήματα Ζωής #1: Confirmation Bias

«ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα»

Λατρεμένο για χιλιετίες. Ο Σωκράτης εξομολογείται την ανθρώπινη φύση του, το ότι είναι ένας κόκκος σκόνης στο άπειρο και το αέναο του Σύμπαντος. Ό,τι κι αν γνωρίζει είναι απλά κάτι τόσο μα τόσο μικρό που είναι ασήμαντο.

Η πρόταση έχει αυτό το καλό, πως μπορείς να πεις ότι συμφωνείς αλλά παράλληλα να προσπαθήσεις να αποκτήσεις γνώση για κάτι. Απλά αυτό το κάτι θα είναι πολύ μικρό και ασήμαντο.

Παρόλα αυτά θα προσπαθήσω να καταγράψω αυτή τη γνώση με μια νέα σειρά αναρτήσεων να μοιραστώ τι μου έχει διδάξει η ζωή μου so far. Δεν το κάνω για εσάς. Το κάνω για εμένα.

Το κάνω για να τα θυμηθώ, να τα κρατήσω και μετά από χρόνια να χαμογελάω στοϊκά καθώς τα ξαναδιαβάζω, πιθανώς χαρούμενος που κάποια στιγμή ψάχτηκα ή απλά κουνώντας το κεφάλι συγκαταβατικά για τις μαλακίες που έγραφα, όπως κάνω τώρα με τα παλιά μου κείμενα.

Και αυτό ίσως είναι ένα πρώτο μάθημα: Ο χρόνος είναι ο απόλυτος κριτής.

Εμείς, αντίθετα, είμαστε πάρα πολύ κακοί κριτές για τα περισσότερα πράγματα. Πόσες φορές θεωρούμε πως γνωρίζουμε κάτι τόσο καλά που μπορούμε να προβλέψουμε όλους τους παράγοντες και θεωρούμε πως ξέρουμε ακριβώς τι θα γίνει;


Πόσες φορές έχουμε πει «να με ακούς εμένα, ξέρω τι σου λέω» ή το «ρε φίλε, πάντα μέσα πέφτει η πουτάνα η τάδε σε αυτό το θέμα»;

Ε όχι λοιπόν, φίλε μου, δεν πέφτει πάντα μέσα. Αν έπεφτε πάντα μέσα θα είχε κάνει καριέρα σε αυτό το κάτι και θα είχε μοναδική φήμη.

Αυτό είναι το confirmation bias. Συμβαίνει όποτε κοιτάμε τις προβλέψεις που είχαμε κάνει αλλά θυμόμαστε μόνο όσες έχουν βγει αληθινές. Τις άλλες φορές που πέσαμε έξω τις αγνοούμε.

Μη νομίζεις ότι δεν ισχύει για σένα. Γράψε όλες σου τις προβλέψεις σε ένα χαρτί ακριβώς οπως πιστεύεις ότι θα συμβούνε και μετά εξέτασε πόσες βγήκαν αληθινές μέσα στο διάστημα που είχες προβλέψει. Και έλα μετά πες μου αν η κάθε προβλέψή σου ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές βάσει των πληροφοριών που είχες και τίποτα παραπάνω.

Γιατί το κάνουμε; Επειδή έτσι έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε. Το confirmation bias είναι ένας μηχανισμός που μας επιτρέπει να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας:
Μπορεί να μην έχω [ομορφιά / εξυπνάδα / λεφτά / φίλους / την υγεία μου] αλλά είμαι σωστός σε αυτό κι αυτό.

Το confirmation bias επηρεάζει πάρα πολύ βαθιά το σύστημα αξιών μας καθώς επιβεβαιώνει τον τρόπο σκέψης μας. Το μάθημα, για όσους ενδιαφέρεται, συνεχίζεται στη Wikipedia.


Στο μεταξύ επιτρέψτε μου ένα λινκάκι στον Mikeius, τη #1 περσόνα κάφρου στην Ελλάδα. Και λέω περσόνα γιατί προφανώς δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα το παιδί. Αυτό που εκτιμώ όμως περισσότερο είναι αυτό που κάνει τώρα, αξιοποιώντας τη φήμη του από το Φάε Ένα Μαλάκα και το ΜΠΡΑΦ στο να φτιάξει κάτι σοβαρό όπως το Σκεπτικός Κάφρος στο οποίο εξηγεί κάθε θεωρία συνομωσίας.

27.4.12

Η τζουτζούκα μου...


Άργησα να ξυπνήσω το πρωί. Ξενύχτησα δουλεύοντας μετά από μια βόλτα για τη γιορτή μου. Με ξύπνησε το τηλέφωνο.

«Ακόμα κοιμάσαι; Πού τις θέλεις τις καινούριες καρέκλες; Είναι το φορτηγό εδώ.» Απάντησα κάτι σε άπταιστα αγουροξυπνημέικα.

Ανοίγω τον υπολογιστή. Άπειρα μηνύματα με ευχές στα οποία πρέπει να απαντήσω. Θα το κάνω σήμερα, δεν υπάρχει περίπτωση. Και τα πρώτα πρωινά emails. Ευτυχώς δε χρειάζομαι καφέ για να λειτουργήσω το πρωί.

Στο καπάκι, ένα τηλέφωνημα με request από ένα πελάτη. Ανοίγω notepad και σημειώνω τις λεπτομέρειες. Μπορεί να λειτουργώ χωρίς καφέ, αλλά από μνήμη είμαι χρυσόψαρο.

Ήμουν κάπου στην 6η γραμμή των σημειώσεων και στο τέταρτο λεπτό του τηλεφωνήματος, όταν έσκασε το τηλεφώνημα από τη θεία μου, την αδερφή της μητέρας μου.

Δεν απάντώ γιατί μιλάω. Η δουλειά πρώτα. Επιμένει. Το ίδιο κι εγώ.

Ένα λεπτό μετά, εν μέσω του τηλεφωνήματος ακούγεται ο ήχος του μηνύματος στα ακουστικά μου. Πιάνω το κινητό και το διαβάζω: «Έφυγε η γιαγιά».

Στιγμιαία ήλπιζα ότι εννοούσε ότι έφυγε από το σπίτι να πάει κάπου. Συνέχισα το τηλεφώνημα κανονικά: «Και αυτό σε τι διαστάσεις το θέλουμε; Σίγουρα; Προδιαγραφές έχουμε;»

Με το πού έκλεισα κάλεσα τη θεία μου:

«Τώρα, πριν λίγο έγινε. Πολύ ξαφνικό. Πριν μισή ώρα ήταν καλά, μας μιλούσε. Θα έρθεις;»

Σε μισή ώρα ήμουν εκεί.

Πρώτος άνθρωπος που είδα, ο θείος Μιχάλης. Ήταν κάτω και περίμενε το γιατρό για να πιστοποιήσει το θάνατο: «Ζωή σε λόγου μας, Γιώργο μου.»

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο θάνατος της γιαγιάς απλά μια πληροφορία. Bits & bytes μέσα σε ένα σκληρό δίσκο.

Είχα κλειδιά, αλλά μου φάνηκε καλύτερο να χτυπήσω το κουδούνι της εξώπορτας. Μου ανοίξανε χωρίς να ρωτήσουν.

Ανέβαινα στον τέταρτο όροφο πάντα με τα σκαλιά. Ήταν γιατί συνήθως έβλεπα τη γιαγιά τα Σαββατοκύριακα που ήμουν πιο χαλαρός κι ανάλαφρος.
Έτσι και τώρα. Αλλά τώρα κάθε βήμα ήταν πιο βαρύ από το προηγούμενο. Κάθε σκαλοπάτι απείχε περισσότερο από το επόμενο. Με κάθε βήμα και μια σκέψη, ανάμνηση.

Σταμάτησα τον τρίτο. Βαθιές ανάσες. Άλλος ένας όροφος για να μπω σε μια άλλη πραγματικότητα, εκεί που η γιαγιά πλέον δεν υπάρχει.

Φτάνω στην πόρτα. Είναι λίγο ανοιχτή, αλλά δεν είναι κανείς εκεί. Μπήκα μέσα. Πλήρης ησυχία. Κανείς στο σαλόνι.

Ο παππούς είναι μόνος στην κουζίνα για να πιεί ένα ποτήρι νερό. Κάνει μηχανικές κινήσεις, κοιτώντας τον τοιχο. Με βλέπει.

Τον παίρνω αγκαλιά. «Η γιαγιά...» πρόλαβε να μου πει πριν χάσει τα λόγια του. Η γιαγιά ήταν ο μοναδικός του έρωτας. Εξήντα χρόνια μαζί φέτος.

Πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα. Η κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς ήταν το παλιό μου δωμάτιο. Εκεί που έμεινα για χρόνια μέχρι να ορθοποδήσω.

Είναι εκεί, γαλήνια. Οι θείες μου είναι μαζί της και της κρατάνε παρέα. Με αγκάλιαζουν μία-μία.

Μιλάμε ψιθυριστά για να μη την ξυπνήσουμε. Φαίνεται πραγματικά σα να κοιμάται. Πάω κοντά της και γονατίζω δίπλα στο κρεβάτι.

Κοιτά λίγο το χώρο από τη δική της οπτική γωνία. Μεγάλος χώρος. Ένα κεράκι αναμμένο και μια αγιογραφία. Απέναντί της, δίπλα στην τηλεόραση ένα τεράστιο κολλάζ με φωτογραφίες μου. Μου είχε ζητήσει να το κρατήσει.

Την κοιτάω, τη φιλάω, κλείνω τα μάτια και μένω εκεί.

Εδώ και καιρό τη φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Πότε θα είναι; Πώς θα είναι;

Και να που η στιγμή ήρθε!

Ο θάνατος είναι ένα τόσο μεγάλο ταμπού που είχα μεγάλο τρόμο για τις λεπτομέρειες αυτής ακριβώς της στιγμής. Εγώ και η γιαγιά μου μαζί, αλλα όχι ακριβώς.

Έμεινα δίπλα της. Κεφάλι σκυμμένο. Η στιγμή με συνεπαίρνει.

Μια στιγμή. Τόσο μου πήρε με κλειστά τα μάτια δίπλα της να θυμηθώ τα πάντα. Αυτά που είχα για δεδομένα, αυτά που μου προσέφερε σιωπηλά, διακριτικά.

Από τότε που γεννήθηκα και με κρατούσε για να δουλεύουν ή να βγαίνουν οι γονείς μου μέχρι τώρα που ήταν εκεί όποτε χρειαζόμουν το παραμικρό.

Κι εγώ; Ο πάντα πολυάσχολος εγγονός που είχε χρόνο μόνο κάποιες φορές τα Σαββατοκύριακα.

Θυμάμαι τα χρόνια που με μεγάλωσε όταν είχαν χωρίσει οι δικοί μου. Δε με καταλάβαινε. Τι ήθελα, τι έλεγα, πώς περνούσα το χρόνο μου. Χάσμα γενεών κομματάκι μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα.

Εκείνη και ο παππούς δε βγαίνανε σχεδόν ποτέ από το σπίτι. Έχοντας περάσει πάρα πολύ δύσκολα χρόνια κατά τα οποία το να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό στο σπίτι ήταν ευλογία, έκαναν τα πάντα για να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά τους. Δεν πήραν ποτέ τίποτα για τον εαυτό τους, παρά μόνο για τα παιδιά τους.

Με τον καιρό, η γιαγιά φρόντιζε ολοένα και για περισσότερα. Σπίτι, φαγητό, εξτρά χαρτζηλίκι που μετά κόπων είχε βγάλει. Και όσο μεγάλωνα, τόσο η γιαγιά επένδυε στο μονάκριβο εγγόνι της για σπουδές, για έξοδα, για ζωή.

Όταν βρήκα την πρώτη μου δουλειά πλήρους απασχόλησης και πήρα για πρώτη φορά τα πάνω μου στα οικονομικά, της είπα ότι δε χρειάζεται άλλο να βοηθάει. Αλλά εκείνη ήξερε πως ο καιρός έχει γυρίσματα και έβαζε κάτι στην άκρη.

«Να υπάρχει κάτι για τις δύσκολες μέρες...» μου έλεγε.

Και έτσι, όταν ένα πρωί μας ανακοίνωσαν πως η εταιρεία στην οποία δουλεύαμε κλείνει και πως εκείνη θα ήταν η τελευταία μας μέρα, ενώ εγώ είχα δύο δάνεια που τρέχανε, η γιαγιά ήρθε και έσωσε τη μέρα.

Την έσωσε με οικονομίες που εκείνη είχε δουλέψει για να βάλει στην άκρη. Που εκείνη είχε μαζέψει μέσα από δικές της στερήσεις.

Και όταν γύρισα με σπασμένα τα φτερά στην Ελλάδα, εκείνη με περιμάζεψε. Με ξανασπίτωσε. Πόσο περίεργα ένιωθα στα 24 μου που θα έπρεπε να ξαναγυρίσω στο οικογενειακό σπίτι. Και πόσο καλό μου έκανε χωρίς να μπορώ τότε να το καταλάβω...

Και μετά, όταν ξεπλήρωσα τα δάνεια μου με τη βοήθεια της γιαγιάς και της είπα πως ήθελα να πάρω ένα σπίτι δικό μου, ποιά ήταν εκείνη που λυπόταν πως θα με έχανε από την καθημερινότητά της αλλά παρόλα αυτά με βοήθησε για να πάρω το σπίτι μου;

Ναι, ήταν εκείνη.

Όλα αυτά σκεφτόμουν και δεν ξέρω πόσα λεπτά περάσαν ενώ είχα τα μάτια κλειστά.

Δεν ξέρω γιατί φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι νόμιζα.

Εγώ είμαι πλημμυρισμένος από αγάπη. Αγάπη που έχω ακόμα να της δώσω. Τζουτζούκα, σ’ αγαπάω.

Αφανή μου ήρωα στο ταινιάκι της ζωής μου, σ’ευχαριστώ.

23.3.12

Books & Games

Αποφάσισα να χρησιμοποιώ περισσότερο το guest room στο σπίτι μου, με κάθε ευκαιρία.

Είναι ένας χώρος στον οποίο μπορώ να κάνω focus σε άλλα πράγματα. Έχει ένα μικρό καναπεδάκι-κρεβάτι ikea που έχει κοιμήσει φίλους που υπήρξαν ασθενείς, οδοιπόροι και ενίοτε αρκετά πιωμένοι για να γυρίσουν σπίτι τους.

Είναι πιο απομονωμένο από το υπόλοιπο σπίτι με ένα πολύ φωτεινό παράθυρο. Το φως του ήλιου πέφτει πάνω στα επιμελλώς ερριμέννα αντικείμενα που φιλοξενούνται στις άκρες του δωματίου. Η βιβλιοθήκη που είχα όταν ήμουν μαθητής έχει πάνω της αρκουδάκια, ψάθινα καπέλα, κορνίζες, πλαισιωμένα πόστερ, αξεσουάρ για οινόφιλους, παλιές συλλογές με σκονισμένα CDs. Και αρκετά παιχνίδια και βιβλία από τα τελευταία δέκα χρόνια.

Τα κοιτάζω και μου φέρνουν πισω αναμνήσεις. Ποιός μου έφερε το βιβλίο με τις σοκολατοσυνταγές και ποιός το coffe table book με τα καλύτερα ιδιωτικά νησιά απ' όλο τον κόσμο; Σε ποιόν δάνεισα εκείνο το CD που λείπει από τη συλλογή με τις μπαλάντες μετά το πάρτυ του '94; Γιατί τελικά δεν έγινα προγραμματιστής με τόσα τεχνικά βιβλία εδώ μέσα; Με ποιούς φίλους μαζευόμασταν για να παίξουμε Pictionary και ποιός ήταν καλύτερος στο Trivial Pursuit;

Σκεφτόμουν τόσα πολλά και ανθρώπους τους οποίους φυσικά ήθελα να έχω ακόμα στη ζωή μου, μόνο που για κάποιο λόγο, πολλές φορές λόγω της στιγμής, απλά χαλάρωσε τόσο πολύ ο δεσμός που μετά χάθηκε.

Και ενώ τότε ήταν η στιγμή αυτή που μπορούσε να επιβληθεί με τα επίμονα θέλω της, τώρα σοφότερος, βλέπω ότι έπρεπε να αντισταθώ στα καπρίτσια της. Αν μη τι άλλο να είμαι εκείνος που προσπάθησε να επικοινωνήσει τελευταίος. Εκείνος που έδωσε την ευκαιρία ακόμη μία φορά.

Κι αν κι εσύ είσαι στην άλλη άκρη μιας τέτοιας επικοινωνίας και μια Παρασκευή χαλαρώσεις καθώς βγάζεις τα παπούτσια ενώ προσπαθείς να αποφασίσεις μεταξύ εξόδου ή χαλαρής φόρμας στο σπίτι με ένα ποτήρι κρασί, είτε θα βρεις το χρόνο να αναθερμάνεις μια δική σου επαφή ή κάποια στιγμή απλά θα δεις κάτι που θα θυμίζει αμυδρά ένα φίλο από τα παλιά...

31.1.12

Pet Peaves

Όσο μεγαλώνουμε συμβαίνουν ένα εκ των δύο πραγμάτων. Είτε γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας, είτε παραξενεύουμε.

Σε πολλές περιπτώσεις, συμβαίνουν και τα δύο. Και κάτι μου λέει ότι αυτό συμβαίνει και σε μένα.

«Μα είσαι εσύ παράξενος;» θα μου πείτε τώρα. «Εσύ είσαι το πιο cool άτομο πάνω στη γη, είσαι ο ορισμός της κουλ-αμάρας».

Ναι, ναι, το ξέρω πως με αγαπάτε, κι εγώ το ίδιο. Εκτός από σένα που με διαβάζεις τώρα και ξύνεις τη μύτη σου γιατί νομίζεις ότι δε σε βλέπω.

Αλλά η πραγματικότητα είναι πως όσο πιο καλά γνωρίζουμε τι μας αρέσει, τόσο περισσότερο το αναζητούμε στους άλλους, δίνουμε λιγότερο χρόνο για εισαγωγές και περιμένουμε να περάσουμε γρήγορα στο προκείμενο.

Εν συντομία, παραξενιές.

Έτσι λοιπόν, μια δική μου τέτοια παραξενιά είναι το ότι θέλω όταν κάποιος μου πει κάτι να το εννοεί και όταν υπόσχεται κάτι να το κάνει. Κι αν δεν μπορέσει να το κάνει στο χρόνο που το υποσχέθηκε, τότε να κάνει follow-up και να μου πει πότε θα το κάνει.

Αν για παράδειγμα μου πεις ότι θα βρεθούμε την Τρίτη το βράδυ, τότε εγώ το δένω κόμπο. Το είπες, το'κλεισα, done deal.

Αν δε με πάρεις να μου το ακυρώσεις θεωρώ ότι ισχυεί. Κι αν δε το κάνεις, τρως μεγάλο χι, καθώς και από υπομονή δεν πάμε καλά τώρα τελευταία.

Η μέθοδός μου είναι ιδιαίτερα πιθανό να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις. Αλλά, μεταξύ μας τώρα, so far δε με χαλάει.

Και δε το λέω με την άγνοια και στυλάκι «σ' όσους αρέσουμε, για τους άλλους δε θα μπορέσουμε», αλλά με την έννοια ότι κάπου πρέπει να έχουμε κάποια σταθμά: τι δίνω και τι παίρνω.

Τα όρια αυτά είναι ελαστικα βέβαια, αλλά όχι για όλους και όχι για πάντα.

Μου το έκανες κάποτε και απορείς γιατί εξαφανίστηκα;

Τώρα ξέρεις.

13.1.12

Κόκκινο

Οδηγώ.

Νύχτα.

Πριν 15 λεπτά βασικά.

Ανάβει το φανάρι κόκκινο και ο εγκέφαλος μου αργεί να το καταγράψει. Πήγαινα με 40 χιλιόμετρα, σταμάτησα άνετα, απλά μου έκανε εντύπωση που δεν το έπιασα με την πρώτη.

Το αμάξι στέκεται ακίνητο μπροστά στον κόκκινο σηματοδότη.

Το σταυροδρόμι είναι άδειο ούτως ή άλλως. Είναι από αυτά τα φανάρια για τα οποία όλοι απορούν με την ύπαρξή του. Στη γωνία ένα ψιλικατζίδικο με την επωνυμία "Σταυροδρόμι". Μόνο κλειστό το έχω δει, ποτέ ανοιχτό.

Σκέφτομαι τι θα γινόταν αν παραβίαζα το κόκκινο και χτυπούσα κάποιον. Μου έρχονται πολύ άσχημες εικόνες στο μυαλό, οπότε κλείνω στιγμιαία τα μάτια για να τις βγάλω.

Σκέφτομαι το γραφείο και τους πελάτες που έχουν επιλέξει τη δική τους ευρωστία πάνω απο τη δική μου και μου καθυστερούν τις πληρωμές. Μακάρι να μπορούσα να μην μετακυλήσω τις ευθύνες, αλλά η προσέγγιση του καλού παληκαριού σπανιώς με οδήγησε σε προσωπικό όφελος. Θα το κόψω.

Σκέφτομαι την τελευταία μου σχέση. Marriage material. Για μένα, δεν ξέρω αν ήταν αμοιβαία τα αισθήματα. Και δεν ήταν για την ομορφιά της, ούτε για την εξυπνάδα της, ούτε για την αγωγή της. Αλλά γιατί κατάφερε να με κάνει να με φανταστώ μαζί της μακροχρόνια. Όχι πως δεν το κατάφεραν άλλες, αλλά σε κάθε ηλικία το βιώνεις διαφορετικά.

Σκέφτηκα μια κοπέλα με την οποία μόλις είχαμε βγει. Όμορφη, σούργελο (με την καλή έννοια, δε φοβάται να γελοιοποιηθεί). Ζεστό κορίτσι. Αλλά δε το βλέπω να δένει το γλυκό, ίσως έχω πολλά στο μυαλό μου τώρα.

Είπα γλυκό και μου ήρθε η εικόνα από ένα γλυκό πλάσμα που υπάρχει στη ζωή μου τώρα. Μια σταλίτσα γλύκας. Εκεί χαμογέλασα.

Πράσινο. Φεύγω.